Twin wire είναι ένα όνομα (noun).
/twɪn waɪər/
Το "twin wire" αναφέρεται σε δύο παράλληλους καλωδίους που είναι διασυνδεδεμένοι ή συσκευασμένοι μαζί. Συνήθως χρησιμοποιείται σε ηλεκτρολογία ή κατασκευές, όπου οι δίδυμοι καλωδίοι χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας ή δεδομένων. Η χρήση του twin wire είναι αρκετά συχνή και εμφανίζεται περισσότερο σε τεχνικά και γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
The electrician used twin wire for the new lighting system.
(Ο ηλεκτρολόγος χρησιμοποίησε διπλό καλώδιο για το νέο σύστημα φωτισμού.)
Twin wire is often preferred for connecting two devices.
(Το δίδυμο σύρμα προτιμάται συχνά για τη σύνδεση δύο συσκευών.)
Το "twin wire" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τεχνικά ζητήματα ή συζητήσεις σχετικά με τα ηλεκτρικά καλώδια.
We had to untangle the mess of twin wires behind the TV.
(Πρέπει να αποσυμπλέξουμε το χάος των διπλών καλωδίων πίσω από την τηλεόραση.)
I always keep a roll of twin wire handy for DIY projects.
(Πάντα κρατώ ένα ρολό διπλού καλωδίου πρόχειρο για έργα DIY.)
He explained the differences between single and twin wire in the presentation.
(Εξήγησε τις διαφορές μεταξύ του μοναδικού και του δίδυμου καλωδίου στην παρουσίαση.)
Η λέξη "twin" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "twinn," που σημαίνει "δίδυμος" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει οτιδήποτε που είναι διπλό ή αντίστοιχο. Η λέξη "wire" προέρχεται από την παλαιά γερμανική λέξη "wīr," που σημαίνει "νήμα" ή "καλώδιο" και όπως χρησιμοποιείται σήμερα αναφέρεται σε μακριές, λεπτές μεταλλικές ταινίες.
Συνώνυμα: - Δίδυμο καλώδιο - Διπλό καλώδιο
Αντώνυμα: - Μοναδικό καλώδιο - Απλό καλώδιο
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια εκτενή κατανόηση της φράσης "twin wire" σε διάφορες πτυχές της αγγλικής γλώσσας και της χρήσης της.