Ρήμα
/twɜːrl/
Η λέξη "twirl" αναφέρεται στην πράξη του να περιστρέφεις κάτι γύρω από τον εαυτό του ή να κινείσαι σε κύκλους με ρυθμό και χάρη. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει κινήσεις χορού ή παιχνιδιού, καθώς και φυσικές κινήσεις στην καθημερινή ζωή. Η χρήση της είναι συχνή στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε καταστάσεις που αφορούν κίνηση ή άπειρη δράση.
Το παιδί άρχισε να περιστρέφεται στο γρασίδι.
She loves to twirl her dress while dancing.
Ξέρει πώς να στριφογυρίζει την καρδιά μου με τα γοητευτικά του λόγια.
Twirl into a frenzy: To become extremely excited or agitated.
Τα νέα έκαναν το πλήθος να στριφογυρίζει σε μανία.
Twirl around with joy: To move in circles because of happiness.
Η λέξη "twirl" προέρχεται από το μέσο αγγλικό ρήμα "twirlen", που σημαίνει "στρέφω", το οποίο έχει σχέση με παλαιότερες μορφές και παρόμοια λέξεις σε άλλες γερμανικές γλώσσες.
Συνώνυμα: - Spin - Twine - Rotate
Αντώνυμα: - Straighten - Unwind - Stop