Η φράση "two-double" λειτουργεί ως χαρακτηριστικό (adjective) και μπορεί να αναφέρεται σε ποσότητα ή κλάσμα.
/tuː ˈdʌbəl/
Ο όρος "two-double" αναφέρεται σε κάτι που είναι διπλό ή δύο φορές μεγαλύτερο από το κανονικό. Συχνά χρησιμοποιείται σε περιγραφές ποσοτήτων, μεγεθών ή ακόμη και σε αναφορές σε κλάσματα. Η χρήση του μπορεί να παρατηρηθεί και στους προφορικούς αλλά και στους γραπτούς λόγους, αν και πιο συχνά στα μαθηματικά και τις επιστήμες.
Η φράση "two-double" δεν είναι ιδιαίτερα συχνή στη καθημερινή γλώσσα και συναντάται κυρίως σε ειδικά συμφραζόμενα.
"Κέρδισα διπλάσιο ποσό από αυτό που περίμενα στη λαχειοφόρο."
"When we ordered two-double cheeseburgers, we were surprised by the size."
"Όταν παραγγείλαμε διπλούς τυράνδους, μας ξάφνιασε το μέγεθος."
"You should take two-double shots if you want to feel the effect faster."
Δεν υπάρχουν πολλοί καθιερωμένοι ιδιωματικοί συνδυασμοί με τη φράση "two-double", αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένα συμφραζόμενα:
"Αισθανόταν διπλάσια ενθουσιασμό στη συναυλία."
"This promotion gives us two-double the rewards."
"Αυτή η προώθηση μας δίνει διπλάσια πλεονεκτήματα."
"She has a two-double perspective on life."
Η λέξη προέρχεται από το αριθμητικό "two" που σημαίνει "δύο" και τη λέξη "double" που σημαίνει "διπλό".
Συνώνυμα: - Twice (δύο φορές) - Dual (διπλός)
Αντώνυμα: - Single (μονός) - Half (μισός)