Το "two-drum hoist" είναι όρος που λειτουργεί ως σύνθετο ουσιαστικό.
[tuː drʌm hɔɪst]
Ο όρος "two-drum hoist" αναφέρεται σε ένα ανυψωτικό μηχάνημα που χρησιμοποιεί δύο τύμπανα για να ανυψώνει και να χαμηλώνει φορτία. Αυτού του τύπου οι ανυψωτές χρησιμοποιούνται συχνά σε κατασκευαστικά έργα, ναυπηγία, και άλλες βιομηχανικές εφαρμογές. Είναι σχεδιασμένα ώστε να προσφέρουν αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα κατά την ανύψωση βαρέων φορτίων.
Η χρήση του όρου είναι πιο συχνή σε τεχνικά κείμενα και επαγγελματικό λόγο παρά στον προφορικό. Στη γενική χρήση, η συχνότητα είναι μέτρια, κυρίως περιορισμένη σε συγκεκριμένες βιομηχανίες.
The construction site is equipped with a two-drum hoist for lifting heavy materials.
Ο κατασκευαστικός χώρος είναι εξοπλισμένος με ένα ανυψωτικό μηχάνημα με δύο τύμπανα για την ανύψωση βαρέων υλικών.
We need to inspect the two-drum hoist before we start the project.
Πρέπει να ελέγξουμε το ανυψωτικό μηχάνημα με δύο τύμπανα πριν ξεκινήσουμε το έργο.
The two-drum hoist operates smoothly at high capacities.
Το ανυψωτικό μηχάνημα με δύο τύμπανα λειτουργεί ομαλά σε υψηλές ικανότητες.
Ο όρος "two-drum hoist" μπορεί να μην χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο σχετικές εκφράσεις μπορεί να περιλαμβάνουν χρονολογίες ή προτάσεις για την ασφαλή χρήση ανυψωτικών μηχανημάτων.
"Safety first with the two-drum hoist before lifting."
Η ασφάλεια πρώτη με το ανυψωτικό μηχάνημα με δύο τύμπανα πριν την ανύψωση.
"The efficiency of a two-drum hoist is unmatched in heavy lifting."
Η αποδοτικότητα ενός ανυψωτικού μηχανήματος με δύο τύμπανα είναι ασυναγώνιστη στην ανύψωση βαρέων φορτίων.
"When operating a two-drum hoist, always follow the safety protocols."
Όταν λειτουργείτε ένα ανυψωτικό μηχάνημα με δύο τύμπανα, πάντα ακολουθείτε τα πρωτόκολλα ασφαλείας.
Ο όρος "hoist" προέρχεται από το μέσο αγγλικό "hoisten," που σημαίνει "ανυψώνω," ενώ το "drum" προέρχεται από το λατινικό "drumma," που αναφέρεται σε κυλινδρικά όργανα ή τύμπανα.
Συνώνυμα: - Ανυψωτής - Μεταφορέας
Αντώνυμα: - Κατώτερος - Αντίβαρο