Ουσιαστικό
/ˈtuː ˈhændəld sɔː/
Η φράση "two-handled saw" αναφέρεται σε ένα είδος πριονιού που διαθέτει δύο λαβές, επιτρέποντας σε δύο άτομα να συνεργαστούν για την κοπή ξύλου ή άλλου υλικού. Χρησιμοποιείται κυρίως σε κατασκευές και δασικές εργασίες. Η χρήση του είναι συχνά πιο συνηθισμένη σε γραπτό κείμενο, π.χ. σε οδηγίες ή καταλόγους εργαλείων, αν και μπορεί να παρατηρηθεί και σε προφορικές συνομιλίες.
Ο ξυλουργός χρησιμοποίησε ένα δισκοπρίονο για να κόψει το μεγάλο κομμάτι ξύλου.
When working together, we found a two-handled saw to be much more efficient.
Το "two-handled saw" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην Αγγλική γλώσσα, αλλά μπορεί να σχετίζεται με εργασία, συνεργασία ή συνεργασία σε περιβάλλοντα όπου υπάρχουν κοινές προσπάθειες.
Αυτός ο όρος μπορεί να σημαίνει ότι η εργασία είναι απαιτητική και χρειάζεται συνεργασία μεταξύ αρκετών ανθρώπων.
"Teamwork is like using a two-handled saw; it’s easier when you work together."
Η λέξη "saw" προέρχεται από την αρχαία Αγγλική "sagu", η οποία έχει τις ρίζες της σε γερμανικές γλώσσες. Ο όρος "two-handled" αναφέρεται στις δύο λαβές που είναι χαρακτηριστικές αυτού του εργαλείου.
Συνώνυμα: - Double-handled saw - Crosscut saw (σε κάποιες περιπτώσεις)
Αντώνυμα: - Single-handled saw - Hand saw (όταν πρόκειται για πριόνι με μία μόνο λαβή)