Το "two-step control" αποτελείται από δυο λέξεις: "two-step" (επίθετο) και "control" (ουσιαστικό). Επομένως, η φράση συνολικά μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σύνθετο ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈtuː stɛp kənˈtroʊl/
Ο όρος "two-step control" αναφέρεται συνήθως σε διαδικασίες ή συστήματα ελέγχου που απαιτούν δύο βήματα ή φάσεις πριν την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας. Χρησιμοποιείται συχνά σε τομείς όπως η ασφάλεια (π.χ. διπλός έλεγχος ταυτότητας), η επιστήμη υπολογιστών και η διοίκηση ποιότητας. Τείνει να χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, όπως τεχνικές αναφορές και εγχειρίδια, αν και μπορεί να συναντηθεί και σε προφορικές συζητήσεις που αφορούν τεχνολογίες και διαδικασίες.
Η διαδικασία ελέγχου δύο βημάτων διασφαλίζει υψηλότερη ασφάλεια.
In our project, we implemented a two-step control to enhance quality assurance.
Ο όρος "two-step" μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν:
Η διαδικασία επαλήθευσης δύο βημάτων είναι απαραίτητη για τη διαδικτυακή τραπεζική.
"You need to follow the two-step approach to complete the installation."
Πρέπει να ακολουθήσετε την προσέγγιση δύο βημάτων για να ολοκληρώσετε την εγκατάσταση.
"Using a two-step method reduces errors in the data entry process."
Η χρήση μιας μεθόδου δύο βημάτων μειώνει τα λάθη στη διαδικασία εισόδου δεδομένων.
"Adopting a two-step strategy helped us achieve our goals effectively."
Η υιοθέτηση μιας στρατηγικής δύο βημάτων μας βοήθησε να επιτύχουμε τους στόχους μας αποτελεσματικά.
"In software development, two-step testing is crucial for catching bugs."
Ο όρος "two-step" προέρχεται από το αριθμητικό "two" (δύο) και τη λέξη "step" (βήμα), υποδηλώνοντας ότι πρόκειται για μια διαδικασία που περιλαμβάνει δύο φάσεις ή βήματα. Ο όρος "control" προέρχεται από τη λατινική λέξη "contrarotulare" που σημαίνει να ελέγχεις ή να καταγράφεις.
Συνώνυμα: - Dual control - Double-check process
Αντώνυμα: - Single control - Unilateral approach