"two-wire amplifier" είναι ένα ουσιαστικό.
/tuː waɪər æmˈplɪfaɪər/
Ο όρος "two-wire amplifier" αναφέρεται σε έναν τύπο ηλεκτρονικού ενισχυτή που λειτουργεί με τη χρήση δύο αγωγών. Αυτοί οι ενισχυτές χρησιμοποιούνται συνήθως σε εφαρμογές όπου είναι απαραίτητο να μεταδοθούν σήματα με χαμηλή τάση και σε μεγάλες αποστάσεις, όπως σε βιομηχανοποιημένα περιβάλλοντα ή σε συστήματα ελέγχου.
Ο ενισχυτής δύο αγωγών διασφαλίζει ότι το σήμα διατηρεί την ποιότητά του σε μεγάλες αποστάσεις.
Installing a two-wire amplifier can improve the performance of your audio system.
Η εγκατάσταση ενός ενισχυτή δύο αγωγών μπορεί να βελτιώσει την απόδοση του ηχητικού σας συστήματος.
Many industrial applications rely on a two-wire amplifier for consistent signal transmission.
Ο όρος "two-wire amplifier" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες σχετικές φράσεις:
"Το σύστημα επικοινωνίας δύο αγωγών μπορεί να επωφεληθεί από έναν ισχυρό ενισχυτή δύο αγωγών."
"The efficiency of a two-wire amplifier is crucial in industrial settings."
"Η αποδοτικότητα ενός ενισχυτή δύο αγωγών είναι κρίσιμη σε βιομηχανικά περιβάλλοντα."
"For long cable runs, a two-wire amplifier is often recommended."
Η λέξη "amplifier" προέρχεται από τη λατινική λέξη "amplificare", που σημαίνει "να μεγαλώνω". Ο όρος "two-wire" προέρχεται από "two" που σημαίνει "δύο" και "wire" που σημαίνει "αγωγός" ή "καλώδιο".