Η λέξη "twosome" αναφέρεται σε δύο άτομα ή πράγματα που θεωρούνται ή που συνεργάζονται ως μονάδα. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια στενή σχέση ή συνεργασία, όπως σε μια ρομαντική σχέση.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η λέξη χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και συνηθέστερα συναντάται σε ανεπίσημες συνομιλίες ή σε κοινωνικό πλαίσιο.
They make a great twosome when they work together.
(Κάνουν μια υπέροχη δυάδα όταν δουλεύουν μαζί.)
The twosome decided to take a vacation together.
(Η δυάδα αποφάσισε να πάρει διακοπές μαζί.)
I often see that twosome at the coffee shop.
(Συνήθως βλέπω αυτή τη δυάδα στο καφέ.)
Η λέξη "twosome" μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις που επικεντρώνονται στη συνεργασία ή τη σχέση.
"A dynamic twosome" – Refers to a pair that works exceptionally well together.
(Μια δυναμική δυάδα) – Αναφέρεται σε ένα ζευγάρι που δουλεύει εξαιρετικά καλά μαζί.
"Twosome's company, three's a crowd" – Implies that a pair is more comfortable than having a third person.
(Δυάδα είναι παρέα, τρεις είναι πλήθος) – Υπονοεί ότι μια δυάδα είναι πιο άνετη από το να υπάρχει ένα τρίτο πρόσωπο.
"The perfect twosome" – Indicates a pairing that is ideal for a specific situation.
(Η τέλεια δυάδα) – Υποδηλώνει έναν συνδυασμό που είναι ιδανικός για μια συγκεκριμένη κατάσταση.
"Twosome in crime" – Refers to two people who are partners in mischievous or unlawful activities.
(Δυάδα στο έγκλημα) – Αναφέρεται σε δύο άτομα που είναι συνεργάτες σε αταξίες ή παράνομες ενέργειες.
Η λέξη "twosome" προέρχεται από το "two" (δύο) και την κατάληξη "-some", που χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια κατάσταση ή μια ομάδα.
Duo
Αντώνυμα: