Ο όρος "tympanosclerosis" είναι ουσιαστικό.
/ˌtɪmpənoʊˈsklɪrəsɪs/
Η τυμπανοσκληρυνση αναφέρεται σε μια κατάσταση κατά την οποία το τύμπανο του αυτιού (τύμπανο) αποκτά σκληρότητα λόγω της ανάπτυξης ινώδους ιστού. Αυτή η πάθηση μπορεί να προκαλέσει προβλήματα ακοής και συνήθως συνδέεται με προηγούμενες λοιμώξεις ή τραυματισμούς του αυτιού.
Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται κυρίως σε Ιατρικά και Ακουολογικά κείμενα. Εμφανίζεται πιο συχνά σε γραπτό λόγο παρά σε ανεπίσημη ομιλία, καθώς αναφέρεται σε ιατρικούς όρους κατά τη διάρκεια διαγνώσεων και θεραπειών.
The doctor diagnosed him with tympanosclerosis after noticing his hearing difficulties.
Ο γιατρός του διαγνώρισε τυμπανοσκληρυνση μετά την παρατήρηση των προβλημάτων ακοής του.
Tympanosclerosis can lead to conductive hearing loss if left untreated.
Η τυμπανοσκληρυνση μπορεί να οδηγήσει σε αγωγική απώλεια ακοής αν αφεθεί χωρίς θεραπεία.
Η λέξη "tympanosclerosis" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις. Ωστόσο, σχετικές εκφράσεις μπορεί να προκύψουν σε ιατρικά περιβάλλοντα:
"His tympanosclerosis was exacerbated by repeated ear infections."
"Η τυμπανοσκληρυνση του επιδεινώθηκε λόγω επαναλαμβανόμενων λοιμώξεων του αυτιού."
"The specialist explained how tympanosclerosis affects hearing."
"Ο ειδικός εξήγησε πώς η τυμπανοσκληρυνση επηρεάζει την ακοή."
"Managing tympanosclerosis often requires a medical intervention."
"Η διαχείριση της τυμπανοσκληρυνσης συχνά απαιτεί ιατρική παρέμβαση."
Ο όρος προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "τύμπανο" (τύμπανο, το όργανο ακοής) και "σκληρός" (σκληρός). Αναμφίβολα εκφράζει τη σκληρότητα του τυμπάνου λόγω της πάθησης.
Συνώνυμα: - Tympanic sclerosis (άμεσος όρος) - Eardrum scarring (μεταφραστικός όρος)
Αντώνυμα: - Normal tympanic membrane (κανονικό τυμπανο)
Η τυμπανοσκληρυνση είναι μια σημαντική ιατρική κατάσταση που απαιτεί προσοχή και κατανόηση για την κατάλληλη θεραπεία και διαχείρισή της.