Το "typiform" είναι επίθετο.
/ˈtaɪpɪˌfɔrm/
Η λέξη "typiform" μπορεί να μεταφραστεί ως: - "τυποειδής" - "τύπο"
Η λέξη "typiform" αναφέρεται σε κάτι που έχει τη μορφή ή τον τύπο ενός συγκεκριμένου προτύπου ή μορφής. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα, αν και δεν είναι πολύ συχνή στη γενική χρήση. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Η τυποειδής δομή του κτιρίου εντυπωσίασε τους αρχιτέκτονες.
The research focused on typiform characteristics of various species.
Η λέξη "typiform" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι πιο τεχνικής φύσης. Ωστόσο, μπορούμε να εξετάσουμε σχετικές εκφράσεις:
Οι τυποειδείς χαρακτηριστικά μπορούν συχνά να βοηθήσουν στην κατηγοριοποίηση.
"Objects that are typiform are easier to identify."
Αντικείμενα που είναι τυποειδή είναι πιο εύκολα να αναγνωριστούν.
"The typiform design is a hallmark of modern architecture."
Η λέξη "typiform" προέρχεται από την αγγλική λέξη "type" (τύπος) με την προσθήκη της κατάληξης "-form", η οποία υποδηλώνει μορφή ή σχήμα.
Συνώνυμα: - Formative (σχηματιστικός) - Model-like (μονοδιάστατος)
Αντώνυμα: - Non-typical (μη τυπικός) - Irregular (ανώμαλος)