Επίθετο
/ˌʌltrəˈhɑːrmənɪk/
Η λέξη "ultraharmonic" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με υπερσυντονικούς ή υπερ-αρμονικούς ήχους. Χρησιμοποιείται κυρίως σε θεωρητικές συζητήσεις σχετικά με μουσική, φυσική και μηχανική, όπως η μελέτη των αρμονικών συχνοτήτων σε ήχους ή σεισμικά κύματα. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε τεχνικά κείμενα ή επιστημονικές εκθέσεις, παρά στον προφορικό λόγο.
The musician experimented with ultraharmonic frequencies to create a unique sound.
Ο μουσικός πείραξε τις υπερσυντονικές συχνότητες για να δημιουργήσει έναν μοναδικό ήχο.
Researchers found that ultraharmonic waves could provide insights into the behavior of certain materials.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα υπερ-αρμονικά κύματα θα μπορούσαν να παρέχουν ενδείξεις για τη συμπεριφορά ορισμένων υλικών.
In the study of acoustics, ultraharmonic tones were critical to understanding resonance.
Στη μελέτη της ακουστικής, οι υπερσυντονικοί τόνοι ήταν κρίσιμοι για την κατανόηση της αντήχησης.
"The ultraharmonic effects in the music composition brought it to a new level."
"Οι υπερσυντονικές επιδράσεις στη σύνθεση μουσικής την ανέβασαν σε ένα νέο επίπεδο."
"Her research into ultraharmonic signals revealed new patterns in the data."
"Η έρευνά της για τα υπερ-αρμονικά σήματα αποκάλυψε νέα πρότυπα στα δεδομένα."
"Using ultraharmonic analysis, we can clarify the complexities of sound waves."
"Χρησιμοποιώντας υπερσυντονική ανάλυση, μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε τις πολυπλοκότητες των ηχητικών κυμάτων."
"The ultraharmonic approach to sound design has gained popularity in recent years."
"Η υπερ-αρμονική προσέγγιση στο σχεδιασμό ήχου έχει κερδίσει δημοτικότητα τα τελευταία χρόνια."
Η λέξη "ultraharmonic" προέρχεται από τη σύνθεση του προθέματος "ultra-", που σημαίνει "περισσότερο" ή "πάνω από", και της λέξης "harmonic", που σχετίζεται με τις αρμονικές συχνότητες.
Συνώνυμα: - υπερσυντονικός - υπερ-αρμονικός
Αντώνυμα: - υποσυντονικός (subharmonic) - αν-αρμονικός (non-harmonic)