Noun (Ουσιαστικό)
/ˌʌltrəˈvaɪələt ˌkɛrətoʊkənˌdʒʌnktɪˈvaɪtɪs/
Ο όρος "ultraviolet keratoconjunctivitis" αναφέρεται στην φλεγμονή του κερατοειδούς και του επιπεφυκότα του ματιού λόγω έκθεσης σε υπεριώδη ακτινοβολία. Συνήθως προκαλείται από την υπερβολική έκθεση σε φυσικό φως ή τεχνητούς παράγοντες, όπως οι λάμπες UV.
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και επιστημονικά κείμενα. Δε χρησιμοποιείται ευρέως στον προφορικό λόγο εκτός ιατρικών ή επιστημονικών συζητήσεων.
"Ο γιατρός διαγνώρισε τον ασθενή με υπεριώδη κερατοκινητική επιπεφυκίτιδα μετά από παρατεταμένη έκθεση στον ήλιο."
"Ultraviolet keratoconjunctivitis can lead to severe discomfort and temporary vision issues."
Ο όρος "ultraviolet keratoconjunctivitis" δεν εμφανίζεται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις λόγω της εξειδικευμένης του φύσης. Ωστόσο, αποκαλύπτεται η σημασία της προστασίας από την υπεριώδη ακτινοβολία σε αρκετές προτάσεις:
"Η χρήση γυαλιών ηλίου είναι απαραίτητη για την πρόληψη της υπεριώδους κερατοκινητικής επιπεφυκίτιδας."
"Exposure to UV light without proper protection can lead to conditions such as ultraviolet keratoconjunctivitis."
"Η έκθεση σε UV φως χωρίς κατάλληλη προστασία μπορεί να οδηγήσει σε καταστάσεις όπως η υπεριώδης κερατοκινητική επιπεφυκίτιδα."
"Many outdoor workers are at risk of developing ultraviolet keratoconjunctivitis due to prolonged sun exposure."
Ο όρος προέρχεται από τις λέξεις "ultraviolet" (υπεριώδης) που προέρχεται από τα λατινικά "ultra-" (παραπάνω) και "violet" (ιώδες), και "keratoconjunctivitis", που προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "kerato-" (κέρας, δηλαδή κερατοειδής) και "conjunctivitis" (φλεγμονή του επιπεφυκότος) που συνδυάζονται για να περιγράψουν τη συγκεκριμένη κατάσταση.
Συνώνυμα: - UV keratitis - Photokeratitis (φωτοκερατίτιδα)
Αντώνυμα: - Υγιής κερατοειδής και επιπεφυκώς (healthy cornea and conjunctiva) - Αντίκτυποι μη παθολογικής φύσεως (non-pathological impacts)