Η λέξη "unabridged" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν έχει συντομευθεί ή έχει υποστεί περικοπές, όπως ένα κείμενο, ένα βιβλίο ή ένα λεξικό. Είναι συχνά συνδεδεμένη με τις εκδόσεις βιβλίων που περιλαμβάνουν το πλήρες περιεχόμενο χωρίς οποιαδήποτε αφαίρεση. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά και προφορικά συμφραζόμενα που σχετίζονται με εκδόσεις και βιβλιοθήκες.
The unabridged version of the novel gives readers a deeper understanding of the characters.
(Η ακέραια έκδοση του μυθιστορήματος δίνει στους αναγνώστες μια πιο βαθιά κατανόηση των χαρακτήρων.)
I prefer to use the unabridged dictionary for my research.
(Προτιμώ να χρησιμοποιώ το πλήρες λεξικό για την έρευνά μου.)
Η λέξη "unabridged" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχει το σκεπτικό γύρω από την ολοκληρωμένη παρουσίαση ή την πλήρη μορφή ενός κειμένου. Ωστόσο, μπορούμε να δημιουργήσουμε παραδείγματα που σχετίζονται με την έννοια της αντιπροσωπευτικής, πλήρους ή ολοκληρωμένης πληροφορίας:
The unabridged truth is sometimes hard to accept.
(Η ολοκληρωμένη αλήθεια είναι μερικές φορές δύσκολο να γίνει αποδεκτή.)
In an unabridged manner, he presented his arguments during the debate.
(Με ακέραιο τρόπο, παρουσίασε τα επιχειρήματά του κατά τη διάρκεια της συζήτησης.)
The unabridged edition of the textbook includes all the additional resources needed for students.
(Η ακέραια έκδοση του εκπαιδευτικού βιβλίου περιλαμβάνει όλους τους πρόσθετους πόρους που χρειάζονται οι μαθητές.)
Η λέξη "unabridged" προέρχεται από το πρόθεμα "un-", που σημαίνει "όχι" ή "χωρίς", και την λέξη "abridge", που προέρχεται από το λατινικό "abreggere", που σημαίνει "να μειώνω" ή "να παραλείπω".
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "unabridged" και της χρήσης της στην αγγλική γλώσσα.