Ρήμα
/ʌnˈæktəbl/
Η λέξη "unactable" αναφέρεται σε κάτι που δεν μπορεί να εκτελεστεί ή να υλοποιηθεί, συνήθως χρησιμοποιούμενη σε συνθήκες που αφορούν θεατρικές ή κινηματογραφικές παραγωγές, όπου ένα έργο ή ένα σενάριο μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι κατάλληλο για παράσταση ή εκτέλεση. Η χρήση της είναι σχετικά σπάνια και ενδέχεται να παρατηρείται σε πιο εξειδικευμένα περιβάλλοντα, κυρίως στο γραπτό λόγο.
The script was deemed unactable by the directors.
Το σενάριο κρίθηκε μη εκτελέσιμο από τους σκηνοθέτες.
Due to its complex themes, the play was considered unactable for high school students.
Λόγω των περίπλοκων θεμάτων του, το έργο θεωρήθηκε μη εκτελέσιμο για μαθητές λυκείου.
Η λέξη "unactable" δεν είναι συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε δημιουργικές προτάσεις για να περιγράψει καταστάσεις που σχετίζονται με την εκτέλεση.
"This scene is completely unactable without the right emotions."
Αυτή η σκηνή είναι εντελώς μη εκτελέσιμη χωρίς τα κατάλληλα συναισθήματα.
"His performance made even the unactable lines believable."
Η ερμηνεία του έκανε ακόμη και τις μη εκτελέσιμες γραμμές πιστευτές.
"In some cases, the best ideas remain unactable due to lack of support."
Σε μερικές περιπτώσεις, οι καλύτερες ιδέες παραμένουν μη εκτελέσιμες λόγω έλλειψης στήριξης.
Η λέξη "unactable" προέρχεται από το πρόθημα "un-" που υποδηλώνει την άρνηση ή την απουσία κάποιου χαρακτηριστικού και από το ρήμα "act" που σημαίνει "εκτελώ" ή "παίζω". Η σύνθεση των στοιχείων αυτών δημιουργεί έναν όρο που υποδηλώνει την αδυναμία εκτέλεσης.
Συνώνυμα: - impracticable (μη εφαρμόσιμος) - inoperative (μη λειτουργικός)
Αντώνυμα: - actionable (εκτελέσιμος) - feasible (εφικτός)