Όρος/Φράση: Unanimity rule
Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: /juˌnænɪˈmɪti ruːl/
Ο όρος "unanimity rule" αναφέρεται σε μια διαδικασία λήψης αποφάσεων όπου απαιτείται η ομόφωνη συμφωνία όλων των μελών μιας ομάδας ή οργανισμού για να ληφθεί μια απόφαση. Αυτή η διαδικασία μπορεί να είναι πιο χρονοβόρα από άλλες μεθόδους, αλλά ενισχύει τη συμμετοχή και την αποδοχή των αποφάσεων από όλους τους εμπλεκόμενους.
Χρησιμοποίηση στη γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε νομοθετικά σώματα, διοικητικά συμβούλια, και άλλες ομάδες λήψης αποφάσεων. Η συχνότητα χρήσης του είναι πιο διαδεδομένη σε επίσημα και γραπτά πλαίσια παρά στον προφορικό λόγο.
The club implemented a unanimity rule to ensure that all members agree on the new policy.
Ο σύλλογος υιοθέτησε έναν κανόνα ομοφωνίας για να διασφαλίσει ότι όλα τα μέλη συμφωνούν με την νέα πολιτική.
Achieving a unanimous decision can be challenging under the unanimity rule.
Η επίτευξη μιας ομόφωνης απόφασης μπορεί να είναι δύσκολη υπό τον κανόνα ομοφωνίας.
The board decided to adopt the unanimity rule to foster collaboration.
Το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε να υιοθετήσει τον κανόνα ομοφωνίας για να ενισχύσει τη συνεργασία.
Ο όρος "unanimity rule" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων. Ωστόσο, η έννοια του μπορεί να ενσωματωθεί σε φράσεις που σχετίζονται με την λήψη αποφάσεων:
It requires a leap of faith to expect unanimity in every discussion.
Απαιτείται ένα άλμα πίστης για να περιμένεις ομοφωνία σε κάθε συζήτηση.
The unanimity rule can often stall important decisions.
Ο κανόνας ομοφωνίας μπορεί συχνά να καθυστερεί σημαντικές αποφάσεις.
While the unanimity rule fosters inclusivity, it can also lead to gridlock.
Ενώ ο κανόνας ομοφωνίας ενισχύει την συμπερίληψη, μπορεί επίσης να οδηγήσει σε αδιέξοδο.
In a perfect world, the unanimity rule would lead to harmonious outcomes.
Σε έναν τέλειο κόσμο, ο κανόνας ομοφωνίας θα οδηγούσε σε αρμονικά αποτελέσματα.
Ο όρος "unanimity" προέρχεται από τη λατινική λέξη "unanimus," που σημαίνει "με μία ψυχή" ή "ομόφωνα," συνδυασμένη με τη λέξη "rule," που προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "ruele" που σημαίνει "κανόνας" ή "διεύθυνση."
Συνώνυμα: - Λαϊκή απόφαση (Popular decision) - Ενορχηστρωμένη απόφαση (Coordinated decision)
Αντώνυμα: - Πλειοψηφικός κανόνας (Majority rule) - Διαφωνία (Disagreement)