unbecoming conduct - φράση (noun phrase)
[ʌn.bɪˈkʌm.ɪŋ ˈkɒn.dʌkt]
Η φράση "unbecoming conduct" αναφέρεται σε συμπεριφορές που θεωρούνται απαράδεκτες ή ακατάλληλες, ειδικά σε κοινωνικό ή επαγγελματικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται συχνά για να υποδείξει πράξεις που δεν συνάδουν με τα αναμενόμενα πρότυπα συμπεριφοράς ενός ατόμου.
Η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε επίσημες ή νομικές ρυθμίσεις, και η χρήση της μπορεί να είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
Ο αξιωματικός απολύθηκε από τα καθήκοντά του λόγω απαράδεκτης συμπεριφοράς.
The school has a strict policy against unbecoming conduct among students.
Η φράση "unbecoming conduct" χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχει χώρος για περιγραφές και παραδείγματα.
Η συμμετοχή σε απαράδεκτη συμπεριφορά μπορεί να βλάψει τη φήμη κάποιου στον χώρο εργασίας.
Unbecoming conduct is often punished severely in military environments.
Η απαράδεκτη συμπεριφορά συχνά τιμωρείται αυστηρά σε στρατιωτικά περιβάλλοντα.
The company's code of ethics prohibits any unbecoming conduct.
Η λέξη "unbecoming" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που σημαίνει "όχι" ή "χωρίς" και το ρήμα "become", που σημαίνει "γίνομαι", "να είναι κατάλληλο". Ενώ η λέξη "conduct" προέρχεται από τη λατινική λέξη "conductus", που σημαίνει "να οδηγήσει" ή "να φέρει".
Συνώνυμα: - inappropriate behavior - indecorous conduct - unfit behavior
Αντώνυμα: - appropriate conduct - proper behavior - fitting demeanor