He felt unbeholden to anyone when making his decisions.
(Αισθανόταν ότι δεν χρωστάει σε κανέναν όταν έπαιρνε τις αποφάσεις του.)
Being unbeholden allowed her to pursue her dreams without limitations.
(Το γεγονός ότι δεν χρωστούσε σε κανέναν της επέτρεψε να ακολουθήσει τα όνειρά της χωρίς περιορισμούς.)
Ενδέχεται το "unbeholden" να μην χρησιμοποιείται συχνά με τη μορφή ιδιωματικών εκφράσεων. Ωστόσο, οι παρακάτω προτάσεις δείχνουν πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά συμφραζόμενα:
He walked through life unbeholden to society's expectations.
(Περπατούσε στη ζωή χωρίς να χρωστά σε καμία προσδοκία της κοινωνίας.)
She remained unbeholden to any political affiliations.
(Παρέμεινε χωρίς υποχρεώσεις σε οποιαδήποτε πολιτική συσχέτιση.)
To be truly happy, one must feel unbeholden to others' judgments.
(Για να είναι κανείς πραγματικά ευτυχισμένος, πρέπει να αισθάνεται ότι δεν χρωστά σε καμία κριτική άλλων.)
Η λέξη "unbeholden" προέρχεται από το αγγλικό "behold", που σημαίνει να βλέπω ή να παρατηρώ, με το "un-" να προσθέτει την έννοια της άρνησης ή της απουσίας. Έτσι, έχει την έννοια του να μην βρίσκεσαι υπό παρατήρηση ή επιρροή άλλων.
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν όλες τις πτυχές της λέξης "unbeholden" με πλήρη ανάλυση και παραδείγματα χρήσης.