Επίθετο
/ʌnˈkænəˌnɪkəl/
Ο όρος "uncanonical" αναφέρεται σε κάτι που δεν ακολουθεί ή δεν αναγνωρίζεται από τους καθιερωμένους κανόνες, πρότυπα ή δομές. Χρησιμοποιείται συχνά στη λογοτεχνία, τη θεολογία και τα μαθηματικά για να περιγράψει έργα, κείμενα ή παραδείγματα που είναι εκτός του αναγνωρισμένου πλαισίου. Η χρήση του είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις.
Το ασυνήθιστο στυλ του συγγραφέα μπορεί να οδηγήσει μερικούς να χαρακτηρίσουν το έργο του ως μη κανονικό.
There are many uncanonical texts ignored by mainstream scholars.
Ο όρος "uncanonical" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που επισημαίνουν την ιδιαιτερότητα ή την εκτροπή από τα καθιερωμένα που σπάνια έχουν καθιερωθεί στη γλώσσα nhưng μπορεί να είναι δηλωτικές κάποιων εννοιών.
Η μη κανονική προσέγγιση της στο πρόβλημα εξέπληξε όλους.
"The film is considered uncanonical by traditionalists, but it has won several awards."
Η ταινία θεωρείται μη κανονική από τους παραδοσιακούς, αλλά έχει κερδίσει πολλά βραβεία.
"In literature, uncanonical works often challenge societal norms."
Η λέξη "uncanonical" προέρχεται από την πρόθεση "un-" που σημαίνει "μη" και τη λέξη "canonical", η οποία προέρχεται από το ελληνικό "kanon", που σημαίνει "κανόνας".
Συνώνυμα: - Ακύρωτος - Αντίθετος - Διεστραμμένος
Αντώνυμα: - Κανονικός - Αποδεκτός - Εγκεκριμένος