Το "uncart" είναι ρήμα.
/ʌnˈkɑrt/
Η λέξη "uncart" σημαίνει την πράξη της αφαίρεσης διαφόρων αντικειμένων από ένα καρότσι (cart). Χρησιμοποιείται συχνά σε ένα πλαίσιο όπου αντικείμενα ή προμήθειες μεταφέρονται με καρότσι και χρειάζονται να αφαιρεθούν ή να τοποθετηθούν σε άλλη θέση. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά χαμηλή και συναντάται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο.
After we finished shopping, we had to uncart all the groceries.
Μετά την ολοκλήρωση των αγορών, έπρεπε να ξεφορτώσουμε όλα τα τρόφιμα.
The volunteers helped to uncart supplies for the event.
Οι εθελοντές βοήθησαν να ξεφορτώσουν τις προμήθειες για την εκδήλωση.
Η λέξη "uncart" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορούμε να δημιουργήσουμε κάποιες προτάσεις πλαισιώνοντας την έννοια της.
It’s time to uncart my worries and enjoy the moment.
Ήρθε η ώρα να ξεφορτωθώ τις ανησυχίες μου και να απολαύσω τη στιγμή.
Sometimes you just need to uncart your thoughts to see things clearly.
Κάποιες φορές απλώς χρειάζεται να ξεφορτωθείς τις σκέψεις σου για να δεις τα πράγματα καθαρά.
Η λέξη "uncart" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που σημαίνει "αφαίρεση" ή "το αντίθετο", και τη λέξη "cart", που αναφέρεται στο καρότσι. Ο συνδυασμός τους υποδηλώνει την αφαίρεση αντικειμένων από το καρότσι.
Συνώνυμα: - unload (ξεφορτώνω) - empty (άδειασμα)
Αντώνυμα: - cart (φορτώνω) - load (φορτίζω)