uncommitted - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

uncommitted (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Adjective

Φωνητική Μεταγραφή

/ʌn.kəˈmɪt.ɪd/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "uncommitted" σημαίνει ότι κάποιος ή κάτι δεν έχει δεσμευτεί ή δεν έχει αναλάβει υποχρεώσεις. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει άτομα που δεν έχουν πάρει συγκεκριμένες αποφάσεις ή δεν έχουν εισέλθει σε σχέσεις ή συμβάσεις.

Χρήση στη Γλώσσα

Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο, αλλά εμφανίζεται συχνότερα σε πιο επίσημα γραπτά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης ποικίλλει, αλλά είναι κοινή σε κείμενα που αφορούν τη ψυχολογία, την κοινωνιολογία και τις επιχειρήσεις.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. He remains uncommitted to any political party.
    Αυτός παραμένει μη δεσμευμένος σε κανένα πολιτικό κόμμα.

  2. Her uncommitted attitude towards the project worried the team.
    Η μη δεσμευμένη στάση της σχετικά με το έργο ανησύχησε την ομάδα.

  3. They are currently in an uncommitted relationship.
    Αυτοί βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε μία ανεξάρτητη σχέση.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "uncommitted" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και μπορεί να συνδέεται με διάφορες καταστάσεις:

  1. Stay uncommitted.
    Μείνε μη δεσμευμένος. (Σημαίνει να παραμείνεις ελεύθερος, χωρίς υποχρεώσεις.)

  2. He played it uncommitted.
    Έπαιξε χωρίς να δεσμευτεί. (Καθιστά σαφές ότι δεν ήταν σοβαρός ή δεν είχε σκοπό να συμμετάσχει πλήρως.)

  3. Being uncommitted can allow for more freedom.
    Η μη δέσμευση μπορεί να επιτρέψει περισσότερη ελευθερία. (Υποδηλώνει ότι η απουσία υποχρεώσεων προσφέρει ευκαιρίες.)

  4. She prefers an uncommitted lifestyle.
    Αυτή προτιμά έναν ανεξάρτητο τρόπο ζωή. (Αναφέρεται σε έναν τρόπο ζωής χωρίς σταθερές δεσμεύσεις.)

  5. Uncommitted time can lead to new opportunities.
    Ο μη δεσμευμένος χρόνος μπορεί να οδηγήσει σε νέες ευκαιρίες. (Σημειώνεται ότι η ελευθερία μπορεί να φέρει και ανάπτυξη.)

Ετυμολογία της Λέξης

Η λέξη προέρχεται από το πρόθεμα "un-" (που δηλώνει την άρνηση ή την έλλειψη) και τη ρίζα "commit-", που προέρχεται από τη λατινική λέξη "committere", η οποία σημαίνει "να βάλω μαζί" ή "να αναθέσω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - free - detached - nonbinding

Αντώνυμα: - committed - dedicated - bound

Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη "uncommitted" και τις σχετικές πτυχές της χρήσης και της σημασίας της.



25-07-2024