Ο συνδυασμός «uncomplying principles» λειτουργεί ως ουσιαστικό. Η λέξη «uncomplying» είναι επίθετο και «principles» είναι ουσιαστικό.
/ˌʌnkəmˈplaɪɪŋ ˈprɪnsəpəlz/
Ο όρος «uncomplying principles» αναφέρεται σε αρχές ή κανόνες που δεν τηρούνται ή δεν εφαρμόζονται. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά, ηθικά ή πολιτικά πλαίσια για να περιγράψει καταστάσεις όπου οι άνθρωποι ή οι οργανισμοί αρνούνται να συμμορφωθούν με καθορισμένα πρότυπα ή κανονισμούς.
Συχνότητα χρήσης: Ο όρος δεν είναι ιδιαιτέρως συχνός στον καθημερινό λόγο, αλλά μπορεί συχνά να εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τη φιλοσοφία, τη νομική ή την ηθική. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
Πολλοί άνθρωποι αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν τις συνέπειες των ανυπάκουων αρχών στην κοινωνία.
He argued that uncomplying principles could lead to chaos in the organization.
Ισχυρίστηκε ότι οι ανυπάκουες αρχές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε χάος στον οργανισμό.
The report highlighted several uncomplying principles that needed to be addressed.
Ο όρος «uncomplying principles» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε νομικές και φιλοσοφικές συζητήσεις. Αν και δεν έχει ευρέως διαδεδομένες ιδιωματικές εκφράσεις, παρουσιάζουμε μερικές σχετικές φράσεις:
Η προσπάθεια να κάνεις ελαστικές τις ανυπάκουες αρχές μιας εταιρείας μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές συνέπειες.
Challenge the uncomplying principles
Οι ακτιβιστές συχνά αμφισβητούν τις ανυπάκουες αρχές της κυβέρνησης.
Struggle with uncomplying principles