Ο όρος "unconditional optimum" είναι επίθετο + ουσιαστικό.
/ʌn.kənˈdɪʃ.ən.əl ˈɒp.tɪ.məm/
Ο όρος "unconditional optimum" αναφέρεται σε την καλύτερη ή βέλτιστη κατάσταση ή επιλογή σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα ή σύστημα, χωρίς περιορισμούς ή προϋποθέσεις. Στις επιστήμες των υπολογιστών, τα μαθηματικά ή την οικονομία, το "unconditional optimum" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κορυφαία λύση που μπορεί να επιτευχθεί σε ένα πρόβλημα, χωρίς να χρειάζεται να πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως σε γραπτό κείμενο και αποτελεί σημαντικό μέρος της τεχνικής γλώσσας.
The researchers found the unconditional optimum for the algorithm they were studying.
Οι ερευνητές βρήκαν το αδιαφόρετο βέλτιστο για τον αλγόριθμο που μελετούσαν.
Finding the unconditional optimum in complex systems often requires advanced mathematical techniques.
Η εύρεση του μη περιορισμένου βέλτιστου σε σύνθετα συστήματα απαιτεί συχνά προηγμένες μαθηματικές τεχνικές.
Ο όρος "unconditional" μπορεί να σχετίζεται με τις ακόλουθες ιδιωματικές εκφράσεις:
Unconditional love: Love without conditions or limitations.
Αδιαφόρετη αγάπη: Αγάπη χωρίς περιορισμούς ή προϋποθέσεις.
Example: Her unconditional love for her children is evident.
Παράδειγμα: Η αδιαφόρετη αγάπη της για τα παιδιά της είναι προφανής.
Unconditional surrender: A surrender in which no guarantees are given to the surrendering party.
Αδιαφόρετη παράδοση: Μια παράδοση στην οποία δεν δίνονται εγγυήσεις στο μέρος που παραδίδεται.
Example: The enemy's unconditional surrender ended the war.
Παράδειγμα: Η αδιαφόρετη παράδοση του εχθρού τερμάτισε τον πόλεμο.
Unconditional access: The ability to access something without restrictions.
Αδιαφόρετη πρόσβαση: Η ικανότητα να αποκτάς πρόσβαση σε κάτι χωρίς περιορισμούς.
Example: The program provides unconditional access to all its resources.
Παράδειγμα: Το πρόγραμμα παρέχει αδιαφόρετη πρόσβαση σε όλους τους πόρους του.
Η λέξη "unconditional" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" (που σημαίνει "όχι") και το ουσιαστικό "condition" (προϋπόθεση), που καταλήγει σε "-al", δημιουργώντας ένα επίθετο που σημαίνει "χωρίς προϋποθέσεις". Η λέξη "optimum" προέρχεται από τη λατινική λέξη "optimum", που σημαίνει "το καλύτερο".