Ο όρος "uncontaminated zone" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
[ʌnˈkɒntəˌmɪneɪtɪd zoʊn]
Η φράση "uncontaminated zone" αναφέρεται σε μια περιοχή που δεν έχει υποστεί μόλυνση ή ρύπανση, είτε αυτή είναι περιβαλλοντική είτε σχετίζεται με την υγεία ή την ασφάλεια. Είναι μια εξέχουσα έννοια σε τομείς όπως η περιβαλλοντική επιστήμη, η βιολογία, η υγειονομική περίθαλψη και η δημόσια υγεία. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε μελέτες, άρθρα και ρυθμιστικά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Οι ερευνητές βρήκαν μια ακηλίδωτη ζώνη που ήταν ιδανική για τη μελέτη τους.
It is crucial to protect the uncontaminated zone from industrial development.
Είναι κρίσιμο να προστατεύσουμε την ακηλίδωτη ζώνη από τη βιομηχανική ανάπτυξη.
The government has designated several areas as uncontaminated zones to preserve natural habitats.
Η φράση "uncontaminated zone" δεν είναι πολύ συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο σχετίζεται με μερικές γενικές εκφράσεις που προκύπτουν απ' αυτήν την έννοια:
Είναι απαραίτητο για το μέλλον μας να το διατηρούμε ακηλίδωτο.
Create an uncontaminated zone: The city plans to create an uncontaminated zone for wildlife.
Η πόλη σχεδιάζει να δημιουργήσει μια ακηλίδωτη ζώνη για την άγρια ζωή.
Protect the uncontaminated zone: Activists are fighting to protect the uncontaminated zone from pollution.
Ο όρος "uncontaminated" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" (που σημαίνει "όχι") και τη λέξη "contaminated", η οποία προέρχεται από τη λατινική λέξη "contaminare", που σημαίνει "να μολύνω". Η λέξη "zone" έχει προέλευση από τη λατινική λέξη "zona", που σημαίνει "ζώνη" ή "ζώνη περίσφιξης".
Συνώνυμα: - Clean area (καθαρή περιοχή) - Pure zone (καθαρή ζώνη)
Αντώνυμα: - Contaminated zone (μολυσμένη ζώνη) - Polluted area (ρυπαρή περιοχή)