Uncovered line είναι φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/unˈkʌvərd laɪn/
Η φράση "uncovered line" αναφέρεται σε μια γραμμή ή περιφέρεια που δεν είναι καλυμμένη ή προστατευμένη, ειδικά σε πλαίσια όπως η τεχνολογία (π.χ. επικοινωνία ή μεταφορά ενέργειας), η γεωλογία ή ακόμη και στη γραφική τέχνη. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε τεχνικά ή επιστημονικά συμφραζόμενα, καθώς στην καθημερινή γλώσσα μπορεί να μην εμφανίζεται τόσο συχνά.
Συχνότητα Χρήσης: Χρησιμοποιείται συχνότερα σε γραπτό λόγο, κυρίως σε τεχνικά κείμενα.
The uncovered line was a clear indication of the need for maintenance.
(Η ακάλυπτη γραμμή ήταν σαφής ένδειξη της ανάγκης για συντήρηση.)
During the inspection, we found an uncovered line that posed a safety hazard.
(Κατά την επιθεώρηση, βρήκαμε μια ακάλυπτη γραμμή που αποτελούσε κίνδυνο ασφαλείας.)
Η φράση "uncovered line" μπορεί να μην χρησιμοποιείται συχνά σε ποιητικές ή ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά έχει σχέση με αρκετές τεχνικές φράσεις:
Uncovered line of communication: Referring to an open or unregulated means of communication.
(Ακάλυπτη γραμμή επικοινωνίας - Αναφέρεται σε ένα ανοιχτό ή μη ρυθμισμένο μέσο επικοινωνίας.)
Example: The uncovered line of communication allowed for swift decision-making.
(Η ακάλυπτη γραμμή επικοινωνίας επέτρεψε γρήγορη λήψη αποφάσεων.)
Uncovered line of thinking: Referring to an unfiltered or direct way of reasoning.
(Ακάλυπτη γραμμή σκέψης - Αναφέρεται σε έναν μη φιλτραρισμένο ή άμεσο τρόπο λογικής.)
Example: He always prefers an uncovered line of thinking to avoid confusion.
(Πάντα προτιμά μια ακάλυπτη γραμμή σκέψης για να αποφεύγει την σύγχυση.)
Ο όρος "uncovered" προέρχεται από το ρήμα "cover" με την πρόθεση "un-" που σημαίνει ότι κάτι δεν είναι καλυμμένο. Η λέξη "line" έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη "linea", που σημαίνει "νήμα" ή "γραμμή".
Συνώνυμα: - Exposed line - Open line - Revealed line
Αντώνυμα: - Covered line - Hidden line - Concealed line