Undecayable είναι επίθετο.
/ʌn‧dɪˈkeɪ.ə.bəl/
Η λέξη undecayable αναφέρεται σε κάτι που δεν μπορεί να αποσυντεθεί ή να διασπαστεί. Χρησιμοποιείται συνήθως σε επιστημονικά ή φιλοσοφικά πλαίσια για να περιγράψει υλικά ή ιδέες που παραμένουν σταθερές και αμετάβλητες με την πάροδο του χρόνου. Στην αγγλική γλώσσα, η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, ιδίως σε επιστημονικές ή τεχνικές περιγραφές, αντί στον προφορικό λόγο.
Τα υλικά που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή είναι αδιάσπαστα.
For some theorists, the concept of truth is considered undecayable.
Για μερικούς θεωρητικούς, η έννοια της αλήθειας θεωρείται αδιάσπαστη.
This ancient artifact is believed to be undecayable due to its unique composition.
Η λέξη undecayable δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια της αμετάβλητης ή αδιάσπαστης κατάστασης μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις σε διάφορες εκφράσεις.
Οι ιδέες που είναι αδιάσπαστες συχνά διαρκούν μέσα στους αιώνες.
The undecayable nature of love is a common theme in literature.
Η αδιάσπαστη φύση της αγάπης είναι ένα κοινό θέμα στη λογοτεχνία.
Undecayable evidence is needed to support this theory.
Η λέξη undecayable είναι σύνθεση του προθέματος un- που δηλώνει την αντίθεση, μαζί με το ρήμα decay (να αποσυντίθεται) και το επίθημα -able που δηλώνει ικανότητα ή δυνατότητα. Συνολικά, σημαίνει "ό,τι δεν μπορεί να αποσυντεθεί".
Συνώνυμα: - Indestructible (ακατάλυτος) - Permanent (μόνιμος)
Αντώνυμα: - Decayable (φθαρτός) - Temporary (προσωρινός)