undecayable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

undecayable (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Undecayable είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/ʌn‧dɪˈkeɪ.ə.bəl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη undecayable αναφέρεται σε κάτι που δεν μπορεί να αποσυντεθεί ή να διασπαστεί. Χρησιμοποιείται συνήθως σε επιστημονικά ή φιλοσοφικά πλαίσια για να περιγράψει υλικά ή ιδέες που παραμένουν σταθερές και αμετάβλητες με την πάροδο του χρόνου. Στην αγγλική γλώσσα, η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, ιδίως σε επιστημονικές ή τεχνικές περιγραφές, αντί στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The materials used in the construction are undecayable.
  2. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή είναι αδιάσπαστα.

  3. For some theorists, the concept of truth is considered undecayable.

  4. Για μερικούς θεωρητικούς, η έννοια της αλήθειας θεωρείται αδιάσπαστη.

  5. This ancient artifact is believed to be undecayable due to its unique composition.

  6. Αυτό το αρχαίο αντικείμενο θεωρείται ότι είναι αδιάσπαστο λόγω της μοναδικής του σύνθεσης.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη undecayable δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια της αμετάβλητης ή αδιάσπαστης κατάστασης μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις σε διάφορες εκφράσεις.

  1. Ideas that are undecayable often last through centuries.
  2. Οι ιδέες που είναι αδιάσπαστες συχνά διαρκούν μέσα στους αιώνες.

  3. The undecayable nature of love is a common theme in literature.

  4. Η αδιάσπαστη φύση της αγάπης είναι ένα κοινό θέμα στη λογοτεχνία.

  5. Undecayable evidence is needed to support this theory.

  6. Αδιάσπαστα αποδεικτικά στοιχεία είναι απαραίτητα για να υποστηρίξουν αυτή τη θεωρία.

Ετυμολογία

Η λέξη undecayable είναι σύνθεση του προθέματος un- που δηλώνει την αντίθεση, μαζί με το ρήμα decay (να αποσυντίθεται) και το επίθημα -able που δηλώνει ικανότητα ή δυνατότητα. Συνολικά, σημαίνει "ό,τι δεν μπορεί να αποσυντεθεί".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Indestructible (ακατάλυτος) - Permanent (μόνιμος)

Αντώνυμα: - Decayable (φθαρτός) - Temporary (προσωρινός)



25-07-2024