Η λέξη "undeceivable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που δεν μπορεί να παραπλανηθεί ή να εξαπατηθεί. Στη γλώσσα τα Αγγλικά, χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο και σε πιο formal περιβάλλοντα. Η χρήση της είναι σπάνια και επομένως δεν είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένη.
Ελληνικά: Τα επιχειρήματά του ήταν αδιάψευστα, κάνοντάς το σαφές ότι είχε δίκιο.
English: She has an undeceivable ability to see through lies.
Ελληνικά: Έχει μια αδιάψευστη ικανότητα να διακρίνει τα ψέματα.
English: The facts presented were undeceivable, leaving no room for doubt.
Η λέξη "undeceivable" δεν είναι πολύ διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με κάποιες άλλες φράσεις που υποδηλώνουν σαφήνεια ή ειλικρίνεια.
Ελληνικά: Η αδιάψευστη ειλικρίνειά του είναι αυτή που τον καθιστά αξιόπιστο.
English: An undeceivable nature is a rare quality in politics.
Ελληνικά: Ένα αδιάψευστο χαρακτήρα είναι μια σπάνια ποιότητα στην πολιτική.
English: Undeceivable evidence leads to justice being served.
Η λέξη "undeceivable" προέρχεται από το πρόθεμα "un-", το οποίο σημαίνει "όχι" ή "χωρίς", και το ρήμα "deceive", το οποίο προέρχεται από την λατινική λέξη "decipere", που σημαίνει "παραπλανώ".