undeceivable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

undeceivable (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "undeceivable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που δεν μπορεί να παραπλανηθεί ή να εξαπατηθεί. Στη γλώσσα τα Αγγλικά, χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο και σε πιο formal περιβάλλοντα. Η χρήση της είναι σπάνια και επομένως δεν είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένη.

Παραδείγματα

  1. English: His arguments were undeceivable, making it clear he was right.
  2. Ελληνικά: Τα επιχειρήματά του ήταν αδιάψευστα, κάνοντάς το σαφές ότι είχε δίκιο.

  3. English: She has an undeceivable ability to see through lies.

  4. Ελληνικά: Έχει μια αδιάψευστη ικανότητα να διακρίνει τα ψέματα.

  5. English: The facts presented were undeceivable, leaving no room for doubt.

  6. Ελληνικά: Τα γεγονότα που παρουσιάστηκαν ήταν αδιάψευστα, αφήνοντας κανένα περιθώριο αμφιβολίας.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "undeceivable" δεν είναι πολύ διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με κάποιες άλλες φράσεις που υποδηλώνουν σαφήνεια ή ειλικρίνεια.

  1. English: His undeceivable honesty is what makes him trustworthy.
  2. Ελληνικά: Η αδιάψευστη ειλικρίνειά του είναι αυτή που τον καθιστά αξιόπιστο.

  3. English: An undeceivable nature is a rare quality in politics.

  4. Ελληνικά: Ένα αδιάψευστο χαρακτήρα είναι μια σπάνια ποιότητα στην πολιτική.

  5. English: Undeceivable evidence leads to justice being served.

  6. Ελληνικά: Αδιάψευστη απόδειξη οδηγεί στη δικαιοσύνη να αποδοθεί.

Ετυμολογία

Η λέξη "undeceivable" προέρχεται από το πρόθεμα "un-", το οποίο σημαίνει "όχι" ή "χωρίς", και το ρήμα "deceive", το οποίο προέρχεται από την λατινική λέξη "decipere", που σημαίνει "παραπλανώ".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



25-07-2024