Ο συνδυασμός λέξεων "undecidable problem" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˌʌn.dɪˈsaɪ.də.bəl ˈprɒb.lem/
"Undecidable problem" αναφέρεται σε προβλήματα στη θεωρία υπολογισμού που δεν μπορούν να επιλυθούν μέσω αλγορίθμων. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει κάποιον αλγόριθμος που να μπορεί να αποφανθεί αν η λύση για ένα δεδομένο παράδειγμα του προβλήματος είναι "Ναι" ή "Όχι" μέσα σε πεπερασμένο χρονικό διάστημα. Η έννοια αυτή είναι συχνά συνδεδεμένη με την εργασία του Alan Turing και την ιδέα των υπολογίσιμων συναρτήσεων.
Η χρήση της είναι κυρίως στον γραπτό λόγο, όπως σε ερευνητικά άρθρα και πανεπιστημιακές διαλέξεις, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί στους προφορικούς λόγους που σχετίζονται με τη θεωρία υπολογισμού και τα μαθηματικά.
Ένα παράδειγμα ενός αδιάλυτου προβλήματος είναι το πρόβλημα της παύσης.
Researchers are still exploring the implications of undecidable problems.
Οι ερευνητές εξακολουθούν να εξερευνούν τις συνέπειες των αδιάλυτων προβλημάτων.
Understanding undecidable problems is crucial for advancing theoretical computer science.
Αν και δεν υπάρχουν παραδοσιακές ιδιωματικές εκφράσεις που να συνδέονται αποκλειστικά με το "undecidable problem", μπορούν να σημειωθούν μερικές προτάσεις που αναδεικνύουν τη σημασία και την παρουσία του στα μαθηματικά και τη λογική:
Στους τομείς όπως η πληροφορική, απέναντι σε αδιάλυτα προβλήματα, οι ερευνητές πρέπει να καινοτομήσουν.
Solving practical issues often leads to theoretical questions about undecidable problems.
Η επίλυση πρακτικών ζητημάτων συχνά οδηγεί σε θεωρητικές ερωτήσεις σχετικά με αδιάλυτα προβλήματα.
The discussion on undecidable problems opens doors to new areas of research.
Η συζήτηση για τα αδιάλυτα προβλήματα ανοίγει πόρτες σε νέες περιοχές έρευνας.
Philosophers ponder the implications of undecidable problems in the realm of logic.
Η φράση "undecidable problem" προέρχεται από τις λέξεις "undecidable" (αδιάλυτο) που προέρχεται από το πρόθεμα "un-" (όχι) και "decidable" (αποφασίσιμο), το οποίο έχει ρίζα από το λατινικό "decidere", που σημαίνει "να αποφασίσει". Η λέξη "problem" προέρχεται από το ελληνικό "πρόβλημα", που σημαίνει "αυτό που τίθεται προς επίλυση" (προ = μπροστά, βαίνω = πηγαίνω).
Συνώνυμα - Non-computable problem (μη υπολογίσιμο πρόβλημα) - Intractable problem (δύσκολο πρόβλημα)
Αντώνυμα - Decidable problem (αποφασίσιμο πρόβλημα) - Solvable problem (λύσιμο πρόβλημα)