undedicated - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

undedicated (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "undedicated" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/ʌnˈdɛdɪkeɪtɪd/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "undedicated" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που δεν είναι αφιερωμένος ή δεσμευμένος σε κάποιο συγκεκριμένο σκοπό ή επιδίωξη. Στον προφορικό λόγο, οι συχνότητες χρήσης ενδέχεται να είναι λιγότερες από ό,τι σε γραπτά κείμενα, λόγω της πιο προφορικής φύσης της λέξης "non-dedicated", η οποία είναι πιο συνηθισμένη.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The undedicated worker often misses deadlines.
  2. Ο μη αφιερωμένος εργαζόμενος συχνά χάνει προθεσμίες.

  3. An undedicated approach can lead to poor results.

  4. Μια αδιάφορη προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει σε κακά αποτελέσματα.

  5. He seemed undedicated in his studies this semester.

  6. Φαινόταν μη αφιερωμένος στις σπουδές του αυτό το εξάμηνο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "undedicated" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε συνήθεις ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν εκφράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της αφοσίωσης και της δέσμευσης.

  1. He is out for himself and undedicated to the team.
  2. Φροντίζει μόνο τον εαυτό του και είναι αδιάφορος προς την ομάδα.

  3. A company with undedicated employees may struggle.

  4. Μια εταιρεία με μη αφιερωμένους υπαλλήλους μπορεί να δυσκολευτεί.

  5. She has an undedicated attitude towards her volunteer work.

  6. Έχει μια αδιάφορη στάση απέναντι στο εθελοντικό της έργο.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που σημαίνει "μη" ή "χωρίς" και την λέξη "dedicated", η οποία προέρχεται από το λατινικό "dedicare", που σημαίνει "να αφιερώσω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - indifferent (αδιάφορος) - disengaged (αποκομμένος)

Αντώνυμα: - dedicated (αφιερωμένος) - committed (δεσμευμένος)



25-07-2024