Το "undedicated" είναι επίθετο.
/ʌnˈdɛdɪkeɪtɪd/
Η λέξη "undedicated" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που δεν είναι αφιερωμένος ή δεσμευμένος σε κάποιο συγκεκριμένο σκοπό ή επιδίωξη. Στον προφορικό λόγο, οι συχνότητες χρήσης ενδέχεται να είναι λιγότερες από ό,τι σε γραπτά κείμενα, λόγω της πιο προφορικής φύσης της λέξης "non-dedicated", η οποία είναι πιο συνηθισμένη.
Ο μη αφιερωμένος εργαζόμενος συχνά χάνει προθεσμίες.
An undedicated approach can lead to poor results.
Μια αδιάφορη προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει σε κακά αποτελέσματα.
He seemed undedicated in his studies this semester.
Η λέξη "undedicated" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε συνήθεις ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν εκφράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της αφοσίωσης και της δέσμευσης.
Φροντίζει μόνο τον εαυτό του και είναι αδιάφορος προς την ομάδα.
A company with undedicated employees may struggle.
Μια εταιρεία με μη αφιερωμένους υπαλλήλους μπορεί να δυσκολευτεί.
She has an undedicated attitude towards her volunteer work.
Η λέξη προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που σημαίνει "μη" ή "χωρίς" και την λέξη "dedicated", η οποία προέρχεται από το λατινικό "dedicare", που σημαίνει "να αφιερώσω".
Συνώνυμα: - indifferent (αδιάφορος) - disengaged (αποκομμένος)
Αντώνυμα: - dedicated (αφιερωμένος) - committed (δεσμευμένος)