Το "underbudgeted" είναι επίθετο.
/ˌʌndərˈbʌdʒɪtɪd/
Η λέξη "underbudgeted" αναφέρεται στην κατάσταση κατά την οποία δεν έχει διατεθεί επαρκής προϋπολογισμός για κάποιο έργο, δραστηριότητα ή σκοπό. Χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά, επιχειρηματικά ή προγραμματικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης του είναι μεγαλύτερη σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε αναφορές ή προγραμματικές δηλώσεις, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο.
The project was underbudgeted, leading to significant delays.
(Το έργο ήταν υποχρηματοδοτημένο, γεγονός που οδήγησε σε σημαντικές καθυστερήσεις.)
Many organizations tend to pursue ambitious goals but often find themselves underbudgeted.
(Πολλές οργανώσεις τείνουν να επιδιώκουν φιλόδοξους στόχους αλλά συχνά βρίσκονται υποχρηματοδοτημένες.)
The event turned out to be underbudgeted, which affected the quality of the services provided.
(Η εκδήλωση αποδείχθηκε ότι ήταν υποχρηματοδοτημένη, κάτι που επηρέασε την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.)
Η λέξη "underbudgeted" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ενδέχεται να συναντήσετε σχετικές φράσεις με συνδυασμούς λέξεων που τονίζουν την έλλειψη χρηματοδότησης. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
The department is often underbudgeted, making it hard to meet its objectives.
(Το τμήμα είναι συχνά υποχρηματοδοτημένο, καθιστώντας δύσκολη την επίτευξη των στόχων του.)
When projects are underbudgeted, they are likely to compromise on quality.
(Όταν τα έργα είναι υποχρηματοδοτημένα, είναι πιθανόν να θυσιάσουν την ποιότητα.)
It's crucial for managers to recognize when their plans are underbudgeted.
(Είναι κρίσιμο οι διευθυντές να αναγνωρίζουν πότε τα σχέδιά τους είναι υποχρηματοδοτημένα.)
An underbudgeted initiative can lead to employee dissatisfaction.
(Μια υποχρηματοδοτημένη πρωτοβουλία μπορεί να οδηγήσει σε δυσαρέσκεια των υπαλλήλων.)
Being underbudgeted is a common pitfall for startups.
(Η υποχρηματοδότηση είναι μια κοινή παγίδα για τις startups.)
Η λέξη "underbudgeted" προέρχεται από το πρόθεμα "under-" που σημαίνει "λιγότερο" και τη λέξη "budget", που προέρχεται από τη γαλλική λέξη "bougette", δηλαδή "τσέπη". Το επίθημα "-ed" χρησιμοποιείται για να σχηματίσει το επίθετο.
Συνώνυμα: - insufficiently funded (ανεπαρκώς χρηματοδοτημένος) - poorly budgeted (άσχημα προϋπολογισμένος)
Αντώνυμα: - well-budgeted (καλά προϋπολογισμένος) - adequately funded (καλά χρηματοδοτημένος)