Το "underbuy" είναι ρήμα.
/ˌʌndərˈbaɪ/
Το "underbuy" σημαίνει να αγοράσετε λιγότερα από όσα είναι αναγκαία ή από όσα χρειάζεστε. Συνήθως χρησιμοποιείται σε οικονομικά και εμπορικά συμφραζόμενα για να περιγράψει μια κατάσταση όπου οι καταναλωτές δεν εκμεταλλεύονται πλήρως τις δυνατότητες των προμηθευτών ή της αγοράς. Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά χαμηλή και εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτό κείμενο, παρά στον προφορικό λόγο.
Many customers tend to underbuy essential items during sales.
Πολλοί πελάτες τείνουν να υποτιμούν τα βασικά είδη κατά τη διάρκεια των εκπτώσεων.
If you underbuy, you might find yourself running out of supplies sooner than expected.
Αν υποτιμήσετε την αγορά, μπορεί να βρεθείτε να τελειώνετε τα προμήθεια νωρίτερα από ότι περιμένατε.
To save money, some people prefer to underbuy rather than invest in larger quantities.
Για να εξοικονομήσουν χρήματα, μερικοί άνθρωποι προτιμούν να αγοράζουν λιγότερα από το να επενδύσουν σε μεγαλύτερες ποσότητες.
Η λέξη "underbuy" δεν αποτελεί κοινό μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με κάποιες σχετικές φράσεις για να εκφράσει διαφορετικές έννοιες.
They always underbuy when they are unsure about their needs.
Πάντα υποτιμούν την αγορά όταν δεν είναι σίγουροι για τις ανάγκες τους.
To avoid waste, it’s smart to underbuy rather than overstock.
Για να αποφευχθεί η σπατάλη, είναι έξυπνο να αγοράζεις λιγότερα αντί να έχεις υπερβολικές παραγγελίες.
Individuals who underbuy may end up spending more in the long run.
Οι άνθρωποι που υποτιμούν την αγορά μπορεί τελικά να ξοδέψουν περισσότερα μακροπρόθεσμα.
Ο όρος "underbuy" προέρχεται από το πρόθεμα "under-" που σημαίνει "λιγότερο" και τη λέξη "buy" που σημαίνει "αγορά".
Συνώνυμα:
Αγοράζω λιγότερα, υποτιμώ την αγορά
Αντώνυμα:
Overbuy (υπεραγορά), αγοράζω περισσότερα από όσα χρειάζομαι