Η φράση "undergage hole" λειτουργεί ως ονοματική φράση (noun phrase).
/ˈʌndərɡeɪdʒ hoʊl/
Η φράση "undergage hole" αναφέρεται σε μια τρύπα ή οπή που έχει διάσταση μικρότερη από το καθορισμένο ή επιθυμητό όριο. Χρησιμοποιείται συνήθως σε τεχνικά και μηχανολογικά πλαίσια, όπως στις κατασκευές ή στη μηχανολογία, για να υποδείξει ότι μια οπή που προορίζεται να είναι μεγαλύτερη έχει κατασκευαστεί μικρότερη. Η φράση αυτή μπορεί να είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε τεχνικές συζητήσεις και γραπτά, καθώς και σε εργαστηριακούς ελέγχους.
Η φράση χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε τεχνικά έγγραφα, εκθέσεις και ειδικές αναφορές.
The machine was malfunctioning due to an undergage hole in the assembly.
Η μηχανή παρουσίαζε πρόβλημα λειτουργίας λόγω μιας υποπλαστικής οπής στη συναρμολόγηση.
Before proceeding, we need to check if any undergage holes have been drilled in the parts.
Πριν προχωρήσουμε, πρέπει να ελέγξουμε αν έχουν τρυπηθεί υποπλαστικές οπές στα μέρη.
An undergage hole can compromise the structural integrity of the product.
Μια υποπλαστική οπή μπορεί να υπονομεύσει την δομική ακεραιότητα του προϊόντος.
Η φράση "undergage hole" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς πρόκειται για τεχνικό όρο. Ωστόσο, σχετικές ιδιωματικές εκφράσεις θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τεχνικές εκφράσεις ή λόγια που περιγράφουν προβλήματα παραγωγής. Μερικές παραδείγματα:
"Cutting corners can lead to undergage holes in the final product."
Το να κόβουμε γωνίες μπορεί να οδηγήσει σε υποπλαστικές οπές στο τελικό προϊόν.
"The inspection found multiple undergage holes that need to be addressed."
Η επιθεώρηση βρήκε πολλές υποπλαστικές οπές που χρειάζονται αντιμετώπιση.
"Engineers often face challenges with undergage holes during the fabrication process."
Οι μηχανικοί συναντούν συχνά προκλήσεις με υποπλαστικές οπές κατά τη διαδικασία κατασκευής.
Η λέξη "under" προέρχεται από τα παλαιά αγγλικά, σημαίνει "κάτω από", ενώ ο όρος "gauge" προέρχεται από το γαλλικό "gauge" που σημαίνει "μέτρηση" ή "διάσταση". Η λέξη "hole" που προέρχεται από το παλαιώτερο αγγλικό "hol" σημαίνει "διάνοιγμα" ή "οπές".
Συνώνυμα: - Substandard hole - Small hole - Insufficient hole
Αντώνυμα: - Overgauge hole - Oversized hole - Properly sized hole