Επίθετο
/ˌʌndərˈhændɪd/
Η λέξη "underhanded" χρησιμοποιείται για να περιγράψει πράξεις ή μεθόδους που είναι δόλιες, επιδέξιες ή που δεν είναι διαφανείς. Κατά κανόνα, αναφέρεται σε τρόπους συμπεριφοράς που παραβιάζουν ηθικούς κανόνες, είτε μέσω απάτης είτε με τη χρήση δόλιων τεχνικών για τη συμμόρφωση ή την επίτευξη κάποιου στόχου. Είναι πιο κοινή σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τη λογοτεχνία ή τη συζήτηση κοινωνικών και πολιτικών θεμάτων.
Οι κρυφές τακτικές του στη διαπραγμάτευση αποκαλύφθηκαν.
She always seemed to take an underhanded approach to getting what she wanted.
Πάντα φαινόταν να χρησιμοποιεί μια υποχθόνια προσέγγιση για να αποκτήσει αυτό που ήθελε.
The company was criticized for its underhanded practices in marketing.
Η λέξη "underhanded" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Η κρυφή δράση μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια εμπιστοσύνης.
She always accused him of underhanded dealings.
Εκείνη τον κατηγορούσε πάντα για υποχθόνιες συναλλαγές.
His underhanded game plan was finally exposed.
Το υποχθόνιο σχέδιο του τελικά αποκαλύφθηκε.
To win the competition, he resorted to underhanded strategies.
Για να κερδίσει τον διαγωνισμό, κατέφυγε σε δόλιες στρατηγικές.
They discovered his underhanded schemes to manipulate the results.
Η λέξη "underhanded" προέρχεται από τις λέξεις "under" (κάτω) και "handed" (χέρι), που υποδηλώνει μια κίνηση ή πράξη που εκτελείται με ένα "κρυφό" ή "δόλιο" τρόπο, σαν να γίνεται από κάτω.
Συνώνυμα: - Deceitful - Dishonest - Sneaky
Αντώνυμα: - Honest - Transparent - Forthright