Το "undersense" είναι ουσιαστικό.
/fʌndərsɛns/
Η λέξη "undersense" αναφέρεται σε μια αίσθηση ή αντίληψη που είναι κάπως περιορισμένη ή λιγότερο ξεκάθαρη σε σύγκριση με έναν πλήρη ή πιο καθαρό σταθμό. Χρησιμοποιείται σπάνια στην καθημερινή αγγλική γλώσσα, συνήθως σε ακαδημαϊκά ή φιλοσοφικά συμφραζόμενα.
Η συχνότητα χρήσης της είναι χαμηλή και εμφανίζεται κυρίως σε γραπτά κείμενα παρά σε προφορικές συζητήσεις.
Η θεωρία στερείται σαφήνειας, βασιζόμενη σε μια υποαίσθηση των υποκείμενων αρχών.
There is an undersense of urgency in her tone, which makes me worry.
Υπάρχει μια υποαίσθηση επείγοντος στον τόνο της, που με ανησυχεί.
His statement had an undersense of doubt, making us question his intentions.
Δεδομένου ότι η λέξη "undersense" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, είναι δύσκολο να παρασχεθούν παραδείγματα που να περιέχουν την ακριβή λέξη. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο γενικές φράσεις. Εδώ είναι μερικές προτάσεις που χρησιμοποιούν παρόμοιες έννοιες:
Φαίνεται να υπάρχει μια ασαφής υποαίσθηση για το τι θα πρέπει να κάνουμε στη συνέχεια.
The artist presented a work filled with an undersense of lost emotions.
Ο καλλιτέχνης παρουσίασε ένα έργο γεμάτο με υποαίσθηση χαμένων συναισθημάτων.
In the meeting, there was an undersense of agreement, although no one was explicit.
Η λέξη "undersense" προέρχεται από το πρόθεμα "under-" που σημαίνει "κάτω" ή "λιγότερο", σε συνδυασμό με τη λέξη "sense", που αναφέρεται σε αίσθηση ή αντίληψη. Σημαίνει, ουσιαστικά, μια υποναρκωμένη ή περιορισμένη αίσθηση.
Συνώνυμα: - υποαίσθηση - πεπερασμένη αίσθηση
Αντώνυμα: - ευκρινής αίσθηση - πλήρης αντίληψη