Το "undisguised" είναι επίθετο (adjective).
Η φωνητική μεταγραφή του "undisguised" είναι /ˌʌndɪsˈɡaɪzd/.
Η λέξη "undisguised" σημαίνει κάτι το οποίο δεν είναι κρυμμένο ή καλυμμένο. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που παρουσιάζεται ή αποκαλύπτεται άμεσα και απαλλαγμένο από παραπλανητικά στοιχεία ή προσχήματα. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η χρήση της είναι σχετικά σπάνια, αλλά ενδέχεται να συναντηθεί περισσότερο σε γραπτά κείμενα παρά σε προφορική ομιλία.
Η αμεσότητα θαυμασμού στα μάτια της ήταν προφανής.
His undisguised intentions made everyone uncomfortable.
Οι απροκάλυπτες προθέσεις του έκαναν όλους να νιώθουν άβολα.
The undisguised joy on his face was contagious.
Αν και η λέξη "undisguised" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να συναντήσουμε κάποιες προτάσεις που αναδεικνύουν την έννοια της:
Μπορούσα να δω τον απροκάλυπτο ενθουσιασμό του κατά τη διάρκεια της παρουσίασης.
The undisguised truth of the matter is hard to accept.
Η αμεσότητα της αλήθειας είναι δύσκολη να γίνει αποδεκτή.
She spoke with an undisguised passion for the subject.
Μίλησε με απροκάλυπτο πάθος για το θέμα.
His undisguised annoyance at the situation was clear.
Η απροκάλυπτη ενόχληση του για την κατάσταση ήταν σαφής.
They showed undisguised excitement for the upcoming event.
Η λέξη "undisguised" προέρχεται από τον πρόθετο "un-" που σημαίνει "όχι" συνδεδεμένο με τη λέξη "disguised", που είναι το συμμετοχικό (past participle) του ρήματος "disguise". Έτσι, η λέξη αναφέρεται σε κάτι που δεν έχει καλυφθεί ή αποκρυφθεί.
Συνώνυμα: - Open - Transparent - Revealed
Αντώνυμα: - Disguised - Hidden - Concealed