Το "undisturbed" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /ˌʌn.dɪsˈtɜːrbd/
Η λέξη "undisturbed" σημαίνει ότι κάτι δεν έχει υποστεί διαταραχή ή δεν έχει επηρεαστεί από εξωτερικούς παράγοντες. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Αγγλικών γενικά για να περιγράψει καταστάσεις ή περιβάλλοντα που παραμένουν αταραχότερα ή ήσυχα. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο και σε πιο επίσημα πλαίσια.
The forest remained undisturbed for many years.
Το δάσος παρέμεινε αδιατάραχτο για πολλά χρόνια.
She prefers to work in an undisturbed environment.
Προτιμά να εργάζεται σε ένα απερίσπαστο περιβάλλον.
Η λέξη "undisturbed" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να προσαρμοστεί σε ορισμένα συμφραζόμενα.
To live undisturbed
He moved to the countryside to live undisturbed.
Μετακόμισε στην εξοχή για να ζήσει αδιατάρακτος.
To feel undisturbed peace
They found undisturbed peace in their meditation.
Βρήκαν αδιατάραχη ειρήνη στη διαλογισμό τους.
To remain undisturbed by noise
Despite the party next door, she remained undisturbed by the noise.
Παρά το πάρτι δίπλα, παρέμεινε αδιάφορη από τον θόρυβο.
Η λέξη "undisturbed" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που σημαίνει "μη" και το ρήμα "disturb" που σημαίνει "διαταράσσω". Έτσι, η σύνθεση υποδηλώνει την απουσία διαταραχής.
Συνώνυμα: - calm - serene - tranquil
Αντώνυμα: - disturbed - agitated - interrupted