Adjective (Επίθετο)
/ˌʌn.dɪˈvɜː.tɪd/
Η λέξη "undiverted" αναφέρεται σε κάτι που δεν έχει εκτραπεί ή αποσπαστεί από την αρχική του πορεία ή κατεύθυνση. Στην αγγλική γλώσσα, η χρήση της είναι σχετικά σπάνια, και παρατηρείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, σε επιστημονικά ή τεχνικά κείμενα.
Το νερό στο κανάλι παρέμεινε αδιάσπαστο μέχρι να ολοκληρωθούν οι κατασκευές.
The team's focus was undiverted by the distractions around them.
Η λέξη "undiverted" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις σε πολλές περιπτώσεις για να περιγράψει την άμεση και αμετάβλητη κατεύθυνση ή την συγκέντρωση.
Μείνε αδιάσπαστος στους στόχους σου για να επιτύχεις.
An undiverted commitment to your studies will lead to better results.
Η λέξη "undiverted" συνδυάζει το πρόθεμα "un-" (που σημαίνει "όχι" ή "μη") και το ρήμα "divert" (που σημαίνει "εκτρέπω").
Συνώνυμα: - Straightforward (ευθύς) - Unmoved (αμετάβλητος)
Αντώνυμα: - Diverted (εκτραπείς) - Distracted (περισπασμένος)