Το "undivided opinion" είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˌʌn.dɪˈvaɪ.dɪd əˈpɪn.jən/
Η φράση "undivided opinion" αναφέρεται σε μία γνώμη που είναι ενιαία ή μη διαιρεμένη, συχνά όταν όλοι οι εμπλεκόμενοι συμμερίζονται την ίδια άποψη ή θέση. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα όπου απαιτείται κομβική ή συλλογική συμφωνία.
Συχνότητα Χρήσης: Η φράση "undivided opinion" δεν χρησιμοποιείται καθημερινά, είναι πιο συχνή σε επίσημες ή γραπτές επικοινωνίες παρά στον προφορικό λόγο.
The committee expressed an undivided opinion on the issue.
(Η επιτροπή εξέφρασε αδιαίρετη γνώμη για το θέμα.)
In the meeting, we reached an undivided opinion regarding the new policy.
(Στη συνάντηση, φτάσαμε σε ενιαία γνώμη σχετικά με την νέα πολιτική.)
Her speech gathered an undivided opinion among the audience.
(Η ομιλία της συγκέντρωσε αδιαίρετη γνώμη ανάμεσα στο κοινό.)
Η φράση "undivided opinion" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες φράσεις για να εκφράσει συμφωνία ή ομοφωνία. Ωστόσο, θα παραθέσω 2-3 σχετικές εκφράσεις:
To have an undivided opinion on a matter
(Να έχεις αδιαίρετη γνώμη για ένα θέμα)
We all need to have an undivided opinion on this important decision.
(Όλοι πρέπει να έχουμε αδιαίρετη γνώμη για αυτήν την σημαντική απόφαση.)
Express an undivided opinion
(Να εκφράσεις αδιαίρετη γνώμη)
Many people express an undivided opinion during the election period.
(Πολλοί άνθρωποι εκφράζουν αδιαίρετη γνώμη κατά την εκλογική περίοδο.)
Reach an undivided opinion
(Να φτάσεις σε αδιαίρετη γνώμη)
It is crucial to reach an undivided opinion among the partners before proceeding.
(Είναι κρίσιμο να φτάσουμε σε αδιαίρετη γνώμη ανάμεσα στους εταίρους πριν προχωρήσουμε.)
Η λέξη "undivided" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που σημαίνει "όχι" και "divided" που προέρχεται από το λατινικό "dividere", που σημαίνει "να χωρίζω". Η λέξη "opinion" προέρχεται από το λατινικό "opinio", που σημαίνει "γεγονός ότι πιστεύω" ή "κοινή γνώμη".
Συνώνυμα: - unanimous opinion (ομόφωνη γνώμη) - collective opinion (συλλογική γνώμη)
Αντώνυμα: - divided opinion (διαιρεμένη γνώμη) - conflicting opinion (αντίθετη γνώμη)