Undried είναι επίθετο.
/phʌnˈdraɪd/
Η λέξη "undried" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν έχει υποβληθεί σε διαδικασία ξήρανσης. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα των τροφών, υφασμάτων ή άλλων υλικών που μπορεί να ξηραθούν. Στη γλώσσα των Αγγλικών, είναι λιγότερο συχνή, χρησιμοποιούμενη κυρίως σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα που σχετίζονται με την επεξεργασία υλικών. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
"The undried fruits are much sweeter."
"Τα αβίωτα φρούτα είναι πολύ πιο γλυκά."
"We can't use undried paint for the art project."
"Δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αβίωτη μπογιά για το καλλιτεχνικό έργο."
"The undried herbs retain more of their flavor."
"Τα αβίωτα βότανα διατηρούν περισσότερη γεύση."
Η λέξη "undried" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την παραγωγή τροφίμων ή τη φυσική διαδικασία. Αν και οι ιδιωματικές χρήσεις της δεν είναι εκτενείς, παρακάτω ακολουθούν παραδείγματα:
"Like undried paint on a canvas, your emotions need time to settle."
"Σαν αβίωτη μπογιά σε καμβά, τα συναισθήματά σου χρειάζονται χρόνο να ηρεμήσουν."
"He left the undried clay out to harden."
"Άφησε τον αβίωτο πηλό έξω να σκληρύνει."
"The undried cotton was difficult to weave."
"Ο αβίωτος βαμβάκι ήταν δύσκολο να πλέξουμε."
"You will regret using undried wood for construction."
"Θα το μετανιώσεις αν χρησιμοποιήσεις αβίωτο ξύλο για την κατασκευή."
Η λέξη "undried" προέρχεται από το πρόθεμα "un-", που σημαίνει "όχι" ή "αύξων", σε συνδυασμό με το ουσιαστικό "dried", το οποίο είναι το παρελθοντικό μετοχή του ρήματος "dry", που σημαίνει "ξηραίνω".
Συνώνυμα: - Fresh (φρέσκος) - Moist (υγρός) - Wet (βρεγμένος)
Αντώνυμα: - Dried (ξηρός) - Dehydrated (αφυδατωμένος) - Desiccated (ξηρός, αφυδατωμένος)