Ο όρος "undulating ground" είναι ένα ουσιαστικό σύνθετο (compound noun).
[ˈʌn.dʒə.leɪ.tɪŋ ɡraʊnd]
Η φράση "undulating ground" αναφέρεται σε έδαφος το οποίο δεν είναι επίπεδο, αλλά παρουσιάζει κυματισμούς, λόφους και μετώπες. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει φυσικά τοπία, όπως λόφους ή αγροτικές περιοχές. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Οι πεζοπόροι αγωνίστηκαν να διασχίσουν το κυματιστό έδαφος.
The undulating ground gave the landscape a unique beauty.
Η φράση "undulating ground" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο ακολουθούν μερικά παραδείγματα όπου η έννοια της κυματιστής επιφάνειας μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά:
Η ζωή είναι όπως το κυματιστό έδαφος; έχει τα πάνω και τα κάτω της.
The undulating ground of his thoughts sometimes made clarity elusive.
Το κυματιστό έδαφος των σκέψεών του μερικές φορές έκανε τη σαφήνεια δύσκολη.
She felt her emotions were an undulating ground, full of highs and lows.
Η λέξη "undulating" προέρχεται από το λατινικό "undulatus", που σημαίνει "κυματιστός", και η λέξη "ground" προέρχεται από το αγγλοσαξωνικό "grund", που σημαίνει "έδαφος" ή "έδαφος".
Συνώνυμα: - rolling terrain - wavy land
Αντώνυμα: - flat ground - level land
Αυτός είναι ένας πλήρης οδηγός για τη φράση "undulating ground".