Ουσιαστικό
/ʌnˈɜrnəd ˈrɛvənju/
Τα unearned revenue αναφέρονται στα έσοδα που έχουν ληφθεί εκ των προτέρων για αγαθά ή υπηρεσίες που δεν έχουν παρασχεθεί ακόμη. Σε πολλές περιπτώσεις, οι επιχειρήσεις καταγράφουν αυτά τα έσοδα στους λογαριασμούς τους, αλλά δεν αναγνωρίζουν τα έσοδα ως κέρδος μέχρι να παρασχεθούν οι υπηρεσίες ή να παραδοθούν τα αγαθά.
Χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε οικονομικές αναφορές και λογιστικά έγγραφα, και έχει σημαντική χρήση στη λογιστική.
Η εταιρεία ανέφερε ένα μεγάλο ποσό μη κερδισμένων εσόδων στον ισολογισμό της.
Recognizing unearned revenue helps businesses manage their cash flow effectively.
Η αναγνώριση των αναβαλλόμενων εσόδων βοηθά τις επιχειρήσεις να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τη ροή χρημάτων τους.
At the end of the fiscal year, we need to account for all unearned revenue.
Η φράση unearned revenue δεν έχει πολλές κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά είναι σημαντική στην επαγγελματική γλώσσα του λογιστηρίου και της οικονομίας. Παρακάτω μερικές σχετικές προτάσεις:
Το οικονομικό μας τμήμα αναλύει τα αναβαλλόμενα έσοδα για να βελτιώσει τις προβλέψεις μας.
Investors look closely at unearned revenue figures to assess future earnings potential.
Οι επενδυτές παρακολουθούν προσεκτικά τα στοιχεία των αναβαλλόμενων εσόδων για να εκτιμήσουν την μελλοντική ποσοτική ικανότητα κερδών.
Understanding the nature of unearned revenue is crucial for accurate financial reporting.
Η φράση unearned revenue προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, με το πρόθεμα un- που σημαίνει "μη" και το earned που σημαίνει "κερδισμένο" ή "αποκτηθέν", σε συνδυασμό με την λέξη revenue που σημαίνει "έσοδο".
Συνώνυμα: - Deferred revenue - Unearned income
Αντώνυμα: - Earned revenue - Recognized revenue