Ο όρος "unedited" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "unedited" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι [ʌnˈɛdɪtɪd].
Η λέξη "unedited" αναφέρεται σε κάτι που δεν έχει υποβληθεί σε επεξεργασία, τροποποίηση ή αλλαγές. Συνήθως χρησιμοποιείται σε συμφραζόμενα όπου κείμενα, βίντεο ή άλλες μορφές περιεχομένου παρουσιάζονται χωρίς καμία παρέμβαση. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, ιδιαίτερα σε γραπτά, καθώς συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αυθεντικότητα ενός έργου ή καταγραφής. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να είναι λιγότερο συχνή, αλλά ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε περιβάλλοντα που συζητούν την παραγωγή περιεχομένου.
The article was published in its unedited form.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην αρχική του μορφή, χωρίς επεξεργασία.
She prefers to share unedited photos on her social media.
Στην κοινωνική της δικτύωση προτιμά να μοιράζεται μη επεξεργασμένες φωτογραφίες.
The video you saw was unedited, capturing the authentic moments.
Το βίντεο που είδες ήταν μη επεξεργασμένο, αποτυπώνοντας τις αυθεντικές στιγμές.
Δεν υπάρχουν πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν τη λέξη "unedited". Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά συμφραζόμενα που σχετίζονται με την αυθεντικότητα και την ανατροπή της επεξεργασίας. Εδώ είναι μερικές χρήσιμες προτάσεις:
The documentary was presented in an unedited version for a raw experience.
Το ντοκιμαντέρ παρουσιάστηκε σε μια μη επεξεργασμένη έκδοση για μια αυθεντική εμπειρία.
This book includes unedited letters from the author, providing insight into his thoughts.
Αυτό το βιβλίο περιέχει μη επεξεργασμένα γράμματα του συγγραφέα, προσφέροντας εμβάθυνση στις σκέψεις του.
The artist's unedited sketches were displayed at the gallery, showing his creative process.
Οι μη επεξεργασμένοι σκίτσοι του καλλιτέχνη εκτέθηκαν στην γκαλερί, δείχνοντας τη δημιουργική του διαδικασία.
Η λέξη "unedited" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που σημαίνει "όχι", και το ρήμα "edit" που προέρχεται από τη λατινική λέξη "editus", που σημαίνει "να εκδώ" ή "να παρουσιάσει". Έτσι, η λέξη σχηματίζεται για να υποδείξει την κατάσταση του να μην έχει υποστεί επεξεργασία.
Συνώνυμα: - μη επεξεργασμένο - αυθεντικός - καθαρός
Αντώνυμα: - επεξεργασμένος - τροποποιημένος - προσεγμένος