Επίθετο
/ʌnˈiːvən/
Η λέξη "uneven" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν είναι ομοιόμορφο ή επίπεδο. Μπορεί να αναφέρεται σε επιφάνειες, ποσότητες ή συνθήκες που διαφέρουν ή δεν είναι ίσες. Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, παρόλο που μπορεί να είναι πιο συνήθης σε περιγραφές ή αναφορές σε καταστάσεις και αντικείμενα.
The surface of the table is uneven.
Η επιφάνεια του τραπεζιού είναι ανώμαλη.
He found it difficult to ride his bike on the uneven road.
Βρήκε δύσκολο να οδηγεί το ποδήλατό του σε έναν άνισο δρόμο.
The distribution of resources is uneven across the region.
Η διανομή των πόρων είναι άνιση σε όλη την περιοχή.
Η λέξη "uneven" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να περιγράψει καταστάσεις ή περιουσίες.
He felt he was on uneven footing in the negotiation.
Νόμιζε ότι βρισκόταν σε ανίσχυρη θέση στη διαπραγμάτευση.
Uneven distribution
Meaning: A situation where something is not evenly spread out.
Ανίσχυρη κατανομή
The uneven distribution of wealth in the country is concerning.
Η ανίσχυρη κατανομή του πλούτου στη χώρα είναι ανησυχητική.
Uneven support
Meaning: When there is inconsistent backing for a person or cause.
Ανίσχυρη υποστήριξη
Η λέξη "uneven" προέρχεται από το πρόθεμα "un-", που σημαίνει "όχι" ή "χωρίς", και τη λέξη "even", που σημαίνει "ίσιο" ή "ισορροπημένο".
Συνώνυμα:
- unevenness (ανισότητα)
- irregular (άτακτος)
- rough (τραχύς)
Αντώνυμα:
- even (ίσιο)
- level (επίπεδο)
- uniform (ομοιόμορφο)