Η φράση "unfaltering determination" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ʌnˈfɔːltərɪŋ dɪˌtɜːrmɪˈneɪʃən/
Η φράση "unfaltering determination" αναφέρεται στην ικανότητα κάποιου να παραμένει αποφασιστικός, ανεξάρτητα από τις προκλήσεις ή τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζει. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την επιμονή και το πείσμα ενός ατόμου στο να επιτύχει τους στόχους του. Η χρήση της φράσης είναι συχνή τόσο στο γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε περιγράμματα επιτυχιών ή στην αναφορά σε εμπνευστικά πρόσωπα.
Η αμετάβλητη αποφασιστικότητα της μπροστά στις αντιξοότητες ενέπνευσε όλους γύρω της.
With unfaltering determination, he trained every day to achieve his dream.
Η φράση "unfaltering determination" μπορεί να ενσωματωθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν την επιμονή. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Αντιμετώπισε αμέτρητες απορρίψεις, αλλά η αμετάβλητη αποφασιστικότητά του τον κράτησε να προχωρά μπροστά.
"In the world of sports, unfaltering determination can often be the difference between winning and losing."
Στον κόσμο του αθλητισμού, η αμετάβλητη αποφασιστικότητα μπορεί συχνά να είναι η διαφορά ανάμεσα στη νίκη και την ήττα.
"Her unfaltering determination to finish the project on time impressed her supervisors."
Η αμετάβλητη αποφασιστικότητά της να ολοκληρώσει το έργο εγκαίρως εντυπωσίασε τους προϊσταμένους της.
"Despite the odds, his unfaltering determination drove him to success."
Παρά τις αντιξοότητες, η αμετάβλητη αποφασιστικότητα του τον οδήγησε στην επιτυχία.
"The unfaltering determination of the team led them to victory against all expectations."
Η λέξη "unfaltering" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" (που σημαίνει "όχι") και το ρήμα "falter" (που σημαίνει "να διστάσω ή να κλονιστώ"). Η λέξη "determination" προέρχεται από τη λατινική λέξη "determinatio", που σημαίνει "καθορισμός" ή "απόφαση".
Συνώνυμα:
- steadfast resolve
- unwavering commitment
- persistent determination
Αντώνυμα:
- wavering determination
- indecision
- uncertainty