unfaltering determination - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

unfaltering determination (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η φράση "unfaltering determination" λειτουργεί ως ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/ʌnˈfɔːltərɪŋ dɪˌtɜːrmɪˈneɪʃən/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "unfaltering determination" αναφέρεται στην ικανότητα κάποιου να παραμένει αποφασιστικός, ανεξάρτητα από τις προκλήσεις ή τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζει. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την επιμονή και το πείσμα ενός ατόμου στο να επιτύχει τους στόχους του. Η χρήση της φράσης είναι συχνή τόσο στο γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε περιγράμματα επιτυχιών ή στην αναφορά σε εμπνευστικά πρόσωπα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Her unfaltering determination in the face of adversity inspired everyone around her.
  2. Η αμετάβλητη αποφασιστικότητα της μπροστά στις αντιξοότητες ενέπνευσε όλους γύρω της.

  3. With unfaltering determination, he trained every day to achieve his dream.

  4. Με αμετάβλητη αποφασιστικότητα, προπονήθηκε κάθε μέρα για να πετύχει το όνειρό του.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "unfaltering determination" μπορεί να ενσωματωθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν την επιμονή. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:

  1. "He faced countless rejections, but his unfaltering determination kept him pushing forward."
  2. Αντιμετώπισε αμέτρητες απορρίψεις, αλλά η αμετάβλητη αποφασιστικότητά του τον κράτησε να προχωρά μπροστά.

  3. "In the world of sports, unfaltering determination can often be the difference between winning and losing."

  4. Στον κόσμο του αθλητισμού, η αμετάβλητη αποφασιστικότητα μπορεί συχνά να είναι η διαφορά ανάμεσα στη νίκη και την ήττα.

  5. "Her unfaltering determination to finish the project on time impressed her supervisors."

  6. Η αμετάβλητη αποφασιστικότητά της να ολοκληρώσει το έργο εγκαίρως εντυπωσίασε τους προϊσταμένους της.

  7. "Despite the odds, his unfaltering determination drove him to success."

  8. Παρά τις αντιξοότητες, η αμετάβλητη αποφασιστικότητα του τον οδήγησε στην επιτυχία.

  9. "The unfaltering determination of the team led them to victory against all expectations."

  10. Η αμετάβλητη αποφασιστικότητα της ομάδας τους οδήγησε στη νίκη εναντίον όλων των προσδοκιών.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "unfaltering" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" (που σημαίνει "όχι") και το ρήμα "falter" (που σημαίνει "να διστάσω ή να κλονιστώ"). Η λέξη "determination" προέρχεται από τη λατινική λέξη "determinatio", που σημαίνει "καθορισμός" ή "απόφαση".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- steadfast resolve
- unwavering commitment
- persistent determination

Αντώνυμα:
- wavering determination
- indecision
- uncertainty



25-07-2024