Η φράση "unfamiliar language" αποτελείται από δύο λέξεις: - "unfamiliar" (επιδότης) - "language" (ουσιαστικό).
/ʌnˈfɪmɪlər ˈlæŋɡwɪdʒ/
Η φράση "unfamiliar language" αναφέρεται σε μια γλώσσα που δεν είναι γνωστή ή κατανοητή από κάποιον. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει γλώσσες που δεν μιλάει κάποιος, ή γλώσσες που δεν έχει εκ Exposure σε αυτές. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε συζητήσεις που αφορούν τη γλωσσολογία ή τη δυσκολία κατανόησης περιεχομένου σε άλλη γλώσσα.
Μάθηση μιας άγνωστης γλώσσας μπορεί να είναι αρκετά δύσκολη.
She struggled to understand the unfamiliar language.
Αγωνίστηκε να κατανοήσει την άγνωστη γλώσσα.
There are many resources available for those who wish to learn an unfamiliar language.
Η φράση "unfamiliar language" δεν είναι συνήθως μέλος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά σχετικές εκφράσεις που χρησιμοποιούν τη λέξη "language" ή σχετικές έννοιες είναι οι εξής:
(Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι είναι ακατανόητο, όπως μια άγνωστη γλώσσα).
Lost in translation.
(Δηλώνει τη δυσκολία κατανόησης λόγων ή συναισθημάτων σε μια ξένη γλώσσα).
Speak the same language.
(Ορολογία που σημαίνει αντίληψη ή κατανόηση κοινού ή ιδίων αξιών).
Language barrier.
(Αναφέρεται στις δυσκολίες που προκύπτουν στην επικοινωνία λόγω γλωσσικών διαφορών).
Breaking down language barriers.
Η λέξη "unfamiliar" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που δηλώνει την αντίθεση και το λατινικό "familiāris" που σημαίνει "γνωστός". Η λέξη "language" προέρχεται από τη λατινική "lingua", που σημαίνει "γλώσσα".