Το "unheeded" σημαίνει ότι κάτι δεν λαμβάνεται υπόψη ή δεν γίνεται αντιληπτό. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι μια προειδοποίηση, συμβουλή ή παρατήρηση αγνοείται. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο, αν και λιγότερο συχνά.
His warnings went unheeded by the committee.
Οι προειδοποιήσεις του αγνοήθηκαν από την επιτροπή.
The advice was unheeded, leading to significant consequences.
Η συμβουλή παραμελήθηκε, οδηγώντας σε σημαντικές συνέπειες.
Many people's concerns about climate change remain unheeded.
Οι ανησυχίες πολλών ανθρώπων σχετικά με την κλιματική αλλαγή παραμένουν αγνοούμενες.
Το "unheeded" δεν έχει πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συμπεριληφθεί σε διάφορες φράσεις που συνοδεύουν ιδέες αγνόησης ή παραμέλησης.
“Feel unheard and unheeded.”
Νιώθω ότι δεν ακούγομαι και παραμελούμαι.
“Voices unheeded can create a rift.”
Οι φωνές που αγνοούνται μπορούν να δημιουργήσουν ένα ρήγμα.
“Advice offered but unheeded often leads to regret.”
Οι συμβουλές που προσφέρονται αλλά παραμελούνται συχνά οδηγούν σε μετάνοια.
“He worked tirelessly, but his efforts went unheeded.”
Δούλεψε ακούραστα, αλλά οι προσπάθειές του αγνοήθηκαν.
Η λέξη "unheeded" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που σημαίνει "όχι" και το παθητικό participle "heeded" (από τη λέξη "heed"), που σημαίνει "λαμβάνω υπόψη" ή "προσέχω".