Η φράση "uniformly most powerful" λειτουργεί ως επίθετο στην στατιστική, όταν αναφέρεται σε ένα είδος ελέγχου υποθέσεων.
/juːˈnɪfərmli moʊst ˈpaʊərfəl/
Ο όρος "uniformly most powerful" αναφέρεται σε μια στατιστική μέθοδο που είναι η πιο ισχυρή (δηλαδή έχει τη μεγαλύτερη πιθανότητα να απορρίψει τη μηδενική υπόθεση), ανεξαρτήτως των παραμέτρων της. Χρησιμοποιείται συχνά σε ελέγχους υποθέσεων και στατιστικά μοντέλα καθορίζοντας τον καλύτερο τρόπο για να ανιχνευθεί μια αληθινή επίδραση.
Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε ακαδημαϊκά και ερευνητικά κείμενα.
Η ομοιόμορφα πιο ισχυρή δοκιμή χρησιμοποιείται ευρέως στον έλεγχο υποθέσεων.
Researchers strive to identify uniformly most powerful procedures for their experiments.
Ο όρος "uniformly most powerful" δεν είναι ιδιαίτερα κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε προτάσεις που αφορούν ακριβείς στατιστικές εφαρμογές ή ερευνητικά κείμενα.
Στη στατιστική, η ύπαρξη μιας ομοιόμορφα πιο ισχυρής δοκιμής μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων.
The concept of uniformly most powerful tests is crucial for valid inference in scientific research.
Ο όρος "uniformly most powerful" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα και είναι σύνθεση των λέξεων "uniformly" (ομοιόμορφα), "most" (πιο) και "powerful" (ισχυρός), αναφερόμενος σε την ικανότητα ενός τεστ ή μεθόδου σε πολλαπλά σενάρια.
Συνώνυμα: - Most effective test - Best-performing test
Αντώνυμα: - Least powerful test - Weak test
Ο όρος "uniformly most powerful" είναι θεμελιώδης για την κατανόηση των στατιστικών ελέγχων υποθέσεων και την αξιολόγηση της ικανότητας διάκρισης μεταξύ των υποθέσεων.