Ο όρος "unilateral causal dependence" λειτουργεί ως μία φράση, και περιλαμβάνει δύο κύριες λέξεις: - "unilateral" (επίθετο) - "causal dependence" (ουσιαστικό φράσης).
/ˌjuː.nɪˈlɛr.əl ˈkɔː.zəl dɪˈpɛndəns/
Ο όρος "unilateral causal dependence" αναφέρεται σε μία κατάσταση όπου μία μεταβλητή ή γεγονός επηρεάζει άλλον έναν, χωρίς η αντίστροφη σχέση να ισχύει. Είναι συχνά χρήσιμος σε περιοχές όπως η επιστήμη της αιτιότητας, η ψυχολογία και οι κοινωνικές επιστήμες. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, ειδικά σε ακαδημαϊκά και ερευνητικά κείμενα που εξετάζουν τις σχέσεις αιτίου και αποτελέσματος.
Η μελέτη διαπίστωσε μία μονομερή αιτιώδη εξάρτηση του επιπέδου εκπαίδευσης από το εισόδημα.
Researchers often explore unilateral causal dependence when analyzing behavioral patterns.
Οι ερευνητές συχνά εξερευνούν μονομερή αιτιώδη εξάρτηση κατά την ανάλυση συμπεριφορικών προτύπων.
In this case, there seems to be a unilateral causal dependence of stress on academic performance.
Ο όρος "unilateral causal dependence" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο, το θέμα της αιτιότητας είναι κεντρικό σε πολλές εκφράσεις και αναλύσεις στη γλώσσα των κοινωνικών επιστημών.
Η αλυσίδα γεγονότων συχνά τονίζει μία μονομερή επιρροή.
In social studies, researchers identify factors that exhibit asymmetric dependency.
Στις κοινωνικές μελέτες, οι ερευνητές εντοπίζουν παράγοντες που παρουσιάζουν ασύμμετρη εξάρτηση.
A typical case of one-way causation can be observed in consumer behavior.
One-way causation (μονοδιάστατη αιτιότητα)
Αντώνυμα: