Ο όρος "unilateral constraint" είναι ένα ουσιαστικό σύνολο.
Φωνητική μεταγραφή: /ˌjuː.nɪˈlɛ.tər.əl kənˈstreɪnt/
Ο όρος "unilateral constraint" χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικές, οικονομικές και μαθηματικές συζητήσεις για να περιγράψει έναν περιορισμό που επιβάλλεται από τη μια πλευρά (ή πλευρά ενός συμβολαίου ή μιας συμφωνίας), χωρίς συμφωνία ή συμμετοχή της άλλης πλευράς. Στη γλώσσα των μαθηματικών, μπορεί να αναφέρεται σε περιορισμούς που ισχύουν σε μόνο μία κατεύθυνση ή σε ένα μόνο μέρος των δεδομένων.
Συχνότητα χρήσης: Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, εφόσον εμφανίζεται σε ακαδημαϊκά κείμενα, νομικά κείμενα και τεχνικές εκθέσεις.
The contract included a unilateral constraint that favored the supplier.
(Η σύμβαση περιλάμβανε έναν μονομερή περιορισμό που ευνοούσε τον προμηθευτή.)
In urban planning, unilateral constraints can limit property rights.
(Στον αστικό σχεδιασμό, οι μονομερείς περιορισμοί μπορούν να περιορίσουν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας.)
The unilateral constraint imposed by the government affected many businesses.
(Ο μονομερής περιορισμός που επιβλήθηκε από την κυβέρνηση επηρεάσε πολλές επιχειρήσεις.)
Ο όρος "unilateral constraint" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα:
"Under a unilateral constraint, the terms of negotiation tilted in favor of one side."
(Κάτω από έναν μονομερή περιορισμό, οι όροι διαπραγμάτευσης κλίνουν προς όφελος μιας πλευράς.)
"When faced with a unilateral constraint, the project team had to rethink their strategy."
(Όταν αντιμετώπισαν έναν μονομερή περιορισμό, η ομάδα του έργου έπρεπε να επανεξετάσει τη στρατηγική της.)
"The unilateral constraint led to unexpected outcomes in the experiment."
(Ο μονομερής περιορισμός οδήγησε σε απρόβλεπτα αποτελέσματα στο πείραμα.)
Ο όρος "unilateral" προέρχεται από το λατινικό "unus" (ένας) και "latus" (πλευρά), υποδηλώνοντας κάτι που αφορά μόνο μια πλευρά. Ο όρος "constraint" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "constraindre" που σημαίνει "να αναγκάσει", και τελικά από τη λατινική "constringere", που σημαίνει "να τοποθετήσει μαζί".
Συνώνυμα: - μονομερής περιορισμός - περιορισμός
Αντώνυμα: - αμοιβαίος περιορισμός - διμερής συμφωνία