Unilateralist είναι ουσιαστικό και επίθετο.
/ˌjuː.nɪˈlæt.ər.əl.ɪst/
Ο όρος "unilateralist" αναφέρεται σε μια πολιτική ή φιλοσοφία που προτιμά να ενεργεί μονομερώς, χωρίς να ζητά τη συνεργασία ή την έγκριση άλλων. Χρησιμοποιείται συχνά σε πολιτικά και διπλωματικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή ειδικά σε πολιτική συζήτηση, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο.
The country adopted a unilateralist approach in its foreign policy.
Η χώρα υιοθέτησε μια μονομερή προσέγγιση στην εξωτερική της πολιτική.
Many argue that a unilateralist stance leads to international tension.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι μια μονομερής στάση οδηγεί σε διεθνείς εντάσεις.
The unilateralist decision was met with criticism from allies.
Η μονομερή απόφαση αντιμετωπίστηκε με κριτική από τους συμμάχους.
Ο όρος "unilateralist" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να παρατηρηθούν οι εξής προτάσεις:
The unilateralist policy left many allies in disbelief.
Η μονομερής πολιτική άφησε πολλούς συμμάχους άναυδους.
Adopting a unilateralist strategy may lead to isolation.
Η υιοθέτηση μιας μονομερούς στρατηγικής μπορεί να οδηγήσει σε απομόνωση.
His unilateralist actions have sparked debates in the diplomatic community.
Οι μονομερείς ενέργειές του έχουν προκαλέσει συζητήσεις στην διπλωματική κοινότητα.
Critics say the unilateralist approach undermines multilateral agreements.
Οι επικριτές λένε ότι η μονομερής προσέγγιση υπονομεύει τις πολυμερείς συμφωνίες.
Ο όρος "unilateralist" προέρχεται από τη λέξη "unilateral", που σημαίνει "μονομερής", και την κατάληξη "-ist", που υποδηλώνει την υποστήριξη ή την προσήλωση σε μια συγκεκριμένη αρχή ή ιδέα.
Συνώνυμα:
- Monist
- One-sided
Αντώνυμα:
- Multilateralist
- Cooperative