unintelligible: Αναφέρεται σε κάτι που είναι δύσκολο ή αδύνατο να κατανοηθεί ή να ακουστεί καθαρά. Στη γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει ήχους ή ομιλίες που δεν είναι σαφείς.
cross-talk: Σε τεχνικά ή επικοινωνιακά πλαίσια, το cross-talk αναφέρεται σε ανεπιθύμητους ήχους ή παρεμβολές που προκύπτουν όταν δύο ή περισσότερες συνομιλίες ή σήματα διασταυρώνονται ή επιδρούν μεταξύ τους.
Το "unintelligible cross-talk" χρησιμοποιείται συχνά σε συμφραζόμενα που περιγράφουν καταστάσεις όπου οι συνομιλίες είναι συγκεχυμένες ή όπου υπάρχει θόρυβος που εμποδίζει την καλή επικοινωνία. Συναντάται συχνά και στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό κείμενο σε επιστημονικές ή τεχνικές αναλύσεις.
Η αίθουσα συνεδριάσεων ήταν γεμάτη από ακαταλαβίστικες συνομιλίες, κάνοντάς το αδύνατο να συγκεντρωθεί κανείς στον ομιλητή.
During the call, there was so much unintelligible cross-talk that I barely heard what she said.
"Υπήρχε τόση πολύ ακαταλαβίστικη συνομιλία που νόμιζα ότι ήμουν σε λάθος συνάντηση."
"I had to ask them to stop the cross-talk, as it was making everything unintelligible."
"Έπρεπε να τους ζητήσω να σταματήσουν τη διαπροσωπική συνομιλία, καθώς καθιστούσε τα πάντα δυσνόητα."
"In a crowded venue, unintelligible cross-talk is inevitable."
Αντώνυμα: intelligible, clear, understandable
cross-talk:
Με αυτή τη δομή και τις πληροφορίες, ελπίζω να έχετε μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη φράση "unintelligible cross-talk".